Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

η ελληνιδα μάνα!!!! (διήγημα)


                Η κυρά-Βασιλική άνοιξε τα μάτια της. Το υπνοδωμάτιο ήταν σκοτεινό , μόνο το φως από το καντηλάκι της έφεγγε. Δίπλα στο μικρό τραπεζάκι που χρησιμοποιούσε για κομοδίνο , ακούγονταν ο ρυθμικός χτύπος του ρολογιού . Του έριξε μια ματιά.
-Πεντέμισι η ώρα , μονολόγησε , αργεί ακόμα να ξημερώσει . Ας σηκωθώ εγώ , όλα πρέπει να γίνουν στην ώρα τους .
Ο κόκοράς της στην αυλή είχε αρχίσει κι όλας να λαλάει .
           Ξημέρωνε μεγάλη γιορτή , του Αϊ-Δημήτρη . Η μικρή εκκλησούλα του χωριού είχε φορέσει τα γιορτινά της .Η κυρά-Βασιλική θα πήγαινε αργότερα ν’ ανάψει ένα κεράκι στη χάρη του . Ήταν θρησκευόμενο άτομο ,είχε βαθιά πίστη μέσα της .Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί έκανε μια προσευχή μπροστά στα εικονίσματα της. Πάντα παρακαλούσε την Παναγία να’ χει καλά τα παιδιά της , τις νύφες της , τα εγγόνια της ,να ναι καλά στις δουλειές τους και να τους φυλάει από κάθε κακό εκεί στην Πόλη που έμεναν. Σ΄ αυτή την πόλη που όσες φορές κατέβαινε η κυρά-Βασιλική , αργά και που, γύριζε πίσω παραζαλισμένη και έκανε μια βδομάδα να συνέρθει.
-Απαπα!! Πως αντέχουνε έλεγε .Καλέ θεριό να σε καταπιεί είναι ! Εγώ θέλω να μ’ αξιώσει ο θεός να κλείσω τα μάτια μου εδώ στον τόπο μου .
           Σηκώθηκε αργά – αργά . Ο κυρ-Δημητρός  ροχάλιζε στο διπλανό προσκεφάλι .
-Άκου , άκου πως κάνει σαν τρακτέρ! Σταμάτα μωρέ άνθρωπε του θεού!
Πάντα συνήθιζε να παραμιλάει, να λέει τις σκέψεις της δυνατά, άλλωστε από τότε που έφυγε και ο μικρός της γιος , μες’ το σπίτι δεν είχε κανέναν ή με τις φωτογραφίες ή με την γάτα έπιανε κουβέντα.
 
 Τέσσερις γιους ανάστησε σ’ αυτό το σπίτι η κυρά-Βασιλική .Τέσσερα παλικαριά μέχρι κει απάνω.
            Δύσκολα χρόνια μα γεμάτα χαρά , γέλιο. Ήταν χαρούμενοι άνθρωποι και αυτή και ο άντρας της ο κυρ-Δημητρός ,αγαπούσαν τα παιδιά και την οικογένεια κι αν ήθελε ο θεός θα έκαμαν κι άλλα. Κρυφός της πόθος ήταν μια κορούλα μα δεν ήρθε. Είχε τώρα τέσσερις  νύφες ,καλές, την αγαπούσαν και τις αγαπούσε κι αυτή .Όποτε πήγαινε στα σπίτια τους θυσία γινόντουσαν .
-         Και τι θες μάνα …και μην κουράζεσαι μάνα…ας είναι καλά .
 Η κυρά-Βασιλική ξεχείλιζε από περηφάνια όταν μιλούσε για τα παιδιά της. Είχε κατορθώσει με χίλιες δύο στέρησης να τα σπουδάσει όλα.

            Ο μεγάλος της γιος ο Θάνος είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική και τώρα ήταν διευθυντής σε μια μεγάλη εταιρεία με πολύ καλό μισθό . Η γυναίκα του η Μαρία ήταν καθηγήτρια σε κάποιο γυμνάσιο . Φιλόλογος . Γνωρίστηκαν όταν ήταν ακόμα φοιτητές . Αγαπιόντουσαν πέντε χρόνια .Σαν τώρα θυμάται η κυρά-Βασιλική τη μέρα που ο Θάνος της έφερε την Μαρία στο χωριό να την  γνωρίσουν . Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα , δάκρυα χαράς .
-Να ζήσετε παιδιά μου , πάντα ευτυχισμένα!
            Την αγκάλιασε και την φίλησε . Στο πρόσωπό της είδε την κόρη που δεν είχε. Μα και η Μαρία από την πρώτη στιγμή την ένιωσε σαν μάνα. Τώρα είχαν και μια κορούλα τη Βασούλα , της έδωσαν το όνομα της γιαγιάς ,από τη μέρα που γεννήθηκε η κυρά-Βασιλική της έπλεκε με το βελονάκι προικιά .
-Ψυχή μου , της  έλεγε, σαν θα ’ρθει η ώρα η καλή να παντρευτείς αυτά θα ναι ενθύμια της γιαγιάς σου….

           Ο δεύτερος γιος της ο Πέτρος  σπούδασε δικηγόρος . Είχε δικό του γραφείο στην Αθήνα και όπως της έλεγαν της κυρά-Βασιλικής έτρεχε όλη μέρα στα δικαστήρια .Δεν καταλάβαινε τι σόι δουλειά ήταν αυτή ,αλλά πρέπει να ήταν σπουδαίος γιατί όταν μιλούσε είχε πάντα ένα ξεχωριστό ύφος. Και η γυναίκα του η Θάλεια , ήταν κι αυτή δικηγόρος . Όποτε πήγαινε η κυρά-Βασιλική στο σπίτι τους ,ήταν και οι δύο χωμένοι σε μια στοίβα από φακέλους και χαρτιά.
          Ο Πέτρος και η Θάλεια έχουν μια μόνιμη γυναίκα που κάνει τις δουλειές και τους μαγειρεύει στο σπίτι . Δεν έχουν κάνει ακόμα παιδιά . Μα και πότε να τα κάνουν ? Ούτε για φαγητό δεν συναντιούνται. Η κυρά-Βασιλική στεναχωριέται.
-Παιδιά μου η πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη πότε θα κάνετε κανένα παιδάκι? Τώρα που είστε νέοι πρέπει να χαρείτε.
          Η Θάλεια ήταν κοπέλα που είχε μεγαλώσει στην πόλη και όποτε ερχόταν στο χωριό δεν ένιωθε και τόσο άνετα ,γι αυτό ερχόντουσαν σπάνια , αυτό ήταν και το παράπονο της Κυρά-Βασιλικής .¨Όμως σήμερα της είχαν πει στο τηλέφωνο ότι θα ‘ρθουν και πετούσε από τη χαρά της.
-Αχ! Πέτρο μου , αχ! παιδάκι μου, το θυμάμαι με τα κοντά του παντελονάκια  , σκαρφάλωνε στα δέντρα κι έστηνε ξόβεργες . Είχε φτιάξει ένα μεγάλο κλουβί και το είχε γεμίσει πουλιά . Τα αγαπούσε και τα φρόντιζε . Ήταν πάντα πρώτος μαθητής , Ο κυρ-δάσκαλος της έλεγε .
-Κυρά-Βασιλική αυτό το παιδί θα γίνει σπουδαίος , θα πάει
  μπροστά έχει πολύ μυαλό στο κεφάλι του.
-Απ το στόμα σου και στου θεού τ’ αυτί κυρ-δάσκαλε έλεγε κι έκανε το σταυρό της.


            Ο τρίτος της γιος ο Γιώργης της είχε μπει στο πανεπιστήμιο στην Ιατρική. Όταν το έμαθε τρελάθηκε από την χαρά της . Ο Γιώργης της γιατρός δεν μπορούσε να το πιστέψει Του κυρ-Δημητρού το βλέμμα , θυμάται ήταν λίγο σκοτεινό όταν το ‘μαθε κάτι έσκιαζε την χαρά του.
-Τι έχεις Δημητρό μου τον ρώτησε.
-Βασιλική πρέπει να σφίξουμε κι άλλο το ζωνάρι, δεν ξέρω αν θα τα βγάλουμε πέρα, τα έξοδα μεγαλώνουν τώρα που πρέπει να πάει κι ο Γιώργης μας στη ν Αθήνα.
-Ξερό ψωμί Δημητρό μου, το παιδί πρέπει να σπουδάσει , στην ανάγκη θα πουλήσουμε κι εκείνο το χτηματάκι που έχουμε στον Αϊ-Γιώργη είπε αποφασιστικά . Ξερό ψωμί!
Έτσι έφυγε και ο Γιώργης της για την Αθήνα.
Ήταν ένα κομμάτι μάλαμα αυτό το παιδί πάντα την πονούσε και την βοηθούσε μέσα στο σπίτι . Προκομμένο ,πρόθυμο.
-Μην κουράζεσαι μάνα ,της έλεγε, πες μου τι θέλεις να σε βοηθήσω εγώ.
-Να ‘χεις την ευχή μου γιόκα μου ο θεός να σε ‘χει πάντα καλά , του απαντούσε , του χάιδευε τα μαλλιά και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα.
           Ο Γιώργης της στην Αθήνα σπούδαζε και έβγαζε και τα έξοδα του παραδίδοντας μαθήματα σε μικρά παιδιά . Έτσι τέλειωσε και σήμερα είναι ένας σπουδαίος γιατρός όπως λέει η κυρά-Βασιλική με καμάρι στους συγχωριανούς της.
            Γνώρισε και παντρεύτηκε την Καιτούλα ,χρυσό κορίτσι , νοικοκυρά ,γλυκιά πάντα με το χαμόγελο και με μια καλή κουβέντα στα χείλη . Α! αυτή την  ξεχώρισε και την αγαπάει περισσότερο απ’ όλες…
            Όταν ήταν να γεννήσει το πρώτο τους παιδί ,τον Δημητράκη, έπαθε μια περίεργη αρρώστια  η κυρά-Βασιλική δεν την είχε ξανακούσει εκλαμψία της την είπαν και παρ’ ολίγο να πεθάνει .Εκεί να δεις προσευχές και δάκρυα .
-Παναγιά μου σώσε το κορίτσι μου τη Καιτούλα μου, έλεγε , αν είναι να πάρει κάποιον πάρε εμένα και άναβε το καντηλάκι της μέρα νύχτα.
            Όλα πήγαν καλά και ο εγγονός της ήρθε όλο υγεία ,όμορφος και πολύ σκανταλιάρης , σωστός διαβολάκος . Τίποτα δεν αφήνει όρθιο όταν έρχεται στο χωριό και εκείνη μαζί με τον κυρ-Δημητρό σωστοί χαζοπαππούδες  δεν του χαλάνε χατίρι.
-Άστο το παιδί! Μαλώνει ο παππούς την Καίτη άμα πάει να πει τίποτα .   Άστο!  Εδώ εγώ κάνω κουμάντο .
-Μα…!
-Δεν έχει μα!…
           Γι αυτό και τον Δημητράκη όταν έρθει η ώρα να φύγουνε με το ζόρι τον ξεκολλάνε από την αγκαλιά του παππού του.

  Όταν έφυγε ο Γιώργης της για την Αθήνα , το σπίτι άδειασε ,  της έμεινε μόνο ο Νίκος , το στερνοπούλι της. Πήγαινε ακόμα σχολείο. Δεν αγαπούσε και πολύ τα γράμματα , το νου του τον είχε όλο στο παιχνίδι.  Καημό η κυρά-Βασιλική….
-Κάθισε βρε παιδάκι μου να διαβάσεις ,του έλεγε , δε  βλέπεις τα αδέρφια σου που σπουδάζουν , που θα γίνουν χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία? Εσύ τι θα κάνεις? Αν  μείνεις εδώ στο χωριό θα γίνεις αγρότης στα χωράφια , νύχτα θα σηκώνεσαι, νύχτα θα γυρνάς σαν τον πατέρα σου . Το χωριό δεν έχει μέλλον , το μέλλον είναι στα βιβλία . Μακάρι να μ’ έστελνε και μένα ο πατέρας μου να μάθω γράμματα , αλλά εκείνα τα χρόνια μόνο στο όνειρό μας….        
  Πες –πες η κυρά Βασιλική κατόρθωσε να περάσει το μήνυμα που ήθελε και στο Νίκο.
           Ο Νίκος της που αγαπούσε τη ζωή στο χωριό σπούδασε γεωπόνος και τώρα που πήρε το πτυχίο λογάριαζε να γυρίσει πίσω και ν’ ασχοληθεί με τη γη.
           Ήταν  και νιόπαντρος , είχε γνωρίσει τη Σοφία , ερωτεύτηκαν, η Σοφία έμεινε έγκυος και παντρεύτηκαν μάνι-μάνι . Της Σοφίας ο πατέρας ήταν μεγαλέμπορος και έτσι ανέλαβε τα πρώτα τους έξοδα.
          Η κυρά-Βασιλική στην αρχή πήγε να πεθάνει από τη  στεναχώρια της . Ο γιος της σώγαμπρος !!! Η περηφάνια της δεν μπορούσε να το δεχτεί κάτι τέτοιο . Τα τσούγκρισε με το Νίκο. Δεν ήθελε να πάει μήτε στο γάμο. Όμως σαν γνώρισε τη Σοφούλα και είδε πόσο τον αγαπούσε και τον φρόντιζε , μαλάκωσε την καλοδέχτηκε και τώρα περιμένει και το τρίτο της εγγονάκι.
 Η κυρά-Βασιλική  ανακάθισε στην πλάτη του κρεβατιού και σκούντηξε τον άντρα της .
-Άντε Δημητρό μου σήκω!: Έχουμε πολλές δουλειές μπροστά μας , σαν φτάσουν τα παιδιά πρέπει να ‘ναι όλα έτοιμα .
-Αμάν βρε γυναίκα πάντα βιαστική ! Όλα θα γίνουν !
-Άκου που σου λέω , σήκω και …ΧΡΟΝΙΑ σου ΠΟΛΛΑ. Σε λίγες ώρες το σπιτικό μας θα γεμίσει ζωή θα γεμίσει χαρά ,όπως το ν παλιό καλό καιρό. Για λίγες μέρες δεν θα ’μαστε δύο κούτσουρα θα ‘μαστε μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια.
-Και του χρόνου Δημητρό μου ….και του χρόνου!!!!!

                                 Τ Ε Λ Ο Σ


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί