Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Παραμονή Χριστουγέννων 1941 Η Ζωή καθισμένη στο μικρό σιδερένιο ντιβάνι του δωματίου, προσπαθούσε να μπαλώσει κάτι κάλτσες του αδελφού της. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι δεκάξι χρονών,, άπειρο, άβγαλτο, δειλό, ούτε καν σχηματισμένο ακόμη. Και αύριο, ανήμερα της γιορτής των Χριστουγέννων θα γινόταν ο γάμος της. Το προσωπάκι της ήταν ανέκφραστο. Καμία χαρά δεν ζωγραφίζονταν στα δυο μεγάλα καστανά μάτια της. Η απόφαση ήταν των γονιών της. Ο γαμπρός κάμποσα χρονάκια μεγαλύτερός της,, ωραίο παλικάρι, μα στην καρδιά της Ζωής δεν έλεγε τίποτα. Η πείνα της κατοχής, θέριζε την Αθήνα, τον Πειραιά και τα προάστια. Δύο τρείς βδομάδες τώρα είχε φτάσει και στην δική τους την πόρτα. Λίγο ρύζι και ελάχιστο αλεύρι ήταν τα τελευταία τους τρόφιμα. Και αυτά τα είχαν εξασφαλίσει πουλώντας την ραπτομηχανή της μάνας της. Ο κυρ-Παντελής, ο πατέρας της, ένοιωθε απελπισμένος όταν γυρνώντας στο σπίτι, έβλεπε τα μάτια των παιδιών του καρφωμένα στα άδεια του χέρια
Μην κάνεις όνειρα για την ζωή αλλά ζήσε τα όνειρά σου... Στη ζωή δεν παίρνεις ποτέ αυτό που αξίζεις, παίρνεις πάντα αυτό που διεκδικείς.