Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ιστορία της Αλέκας


            Η Αλέκα είναι μια δίμετρη κουκλάρα που κουβαλάει όλα τα κόμπλεξ των όμορφων γυναικών. Ξέρει πως όλοι την θαυμάζουν, το εκμεταλεύεται, κάνει τα νάζια της, έχει τις απαιτήσεις της, όπου της περνάει και γενικώς είναι ένα βασανιστικό άτομο, προπαντός για την οικογενειά της.
          Ειχε παντρευτεί με τον Θανασάκη, ανθοπώλη το επάγγελμα, γλυκομίλητος και ανεκτικός με Ιώβια υπομονή αλλιώς δεν θα άντεχε την απαιτητική Αλέκα που της έχει και τρομερή αδυναμια. Κάθε επιθυμία της ήταν διαταγή. Σκοτωνόταν να την εκτελέση.

          Η Αλέκα γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια επαρχιακή πόλη. Δεν είχε και μεγάλη έφεση στα γράμματα, η μόδα και η βόλτα ήταν οι αδυναμίεςτης. Κουτσά στραβά τέλειωσε το γυμνάσιο, και για λύκειο ούτε κουβέντα. Ήθελε να ανοίξη τα φτερά της για την πρωτεύουσα. Ηθελε να μπει στα κοσμικά σαλόνια, να κάνει την μεγάλη ζωή. Νόμιζε οτι τα προσόντα που διέθεται ήταν αρκετά. Το καλλίγραμμο σώμα της, τα λεπτά μακρυά της πόδια, το άψογο προσωπό της και το κατάξανθο μακρύ μαλλί της, δεν ήταν και λίγα. Όμως το επαρχιώτικο ήθελε πολύ δουλειά για να φύγει απο πάνω της.
          Η Αλέκα ήταν πεισματάρα.
          «θα τα καταφέρω» είπε στη μάνα της και έφυγε.

          Νοίκιασε μια γκαρσονιερίτσα στα Ηλίσια και άρχισε να περιφέρεται απο πρακτορείο σε πρακτορείο δηλώνοντας μανεκέν- φωτομοντέλο. Έκανε στέκι της το Κολωνάκι και δεν άργησε να έρθει και η πρώτη σχέση. Πλουσιόπαιδο ο τύπος τον άρπαξε στα δίχτυα της η Αλέκα. Γιός πολιτικού και μάλιστα υπουργού εν ενεργεία. Την δάγκωσε την λαμαρίνα ο νεαρός  και έγινε ένα καταπληκτικό θύμα προς εκμετάλευση. Την γνώρισε και στον μπαμπά του σαν μια καλή του φίλη που ζητούσε να εργαστεί. Ο υπουργός μπαμπάς για να μην χαλάσει το χατήρι τουν κανακάρη του και όχι μόνο μιας και η Αλέκα του έκανε κλικ απο την πρώτη ματιά την πήρε ιδιαιτέρα του. Με τι προσόντα; Ε! Ένα τηλέφωνο ήξερε να το σηκώνει βρε αδερφέ...
          Τα δωράκια πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Η Αλέκα μυρίστηκε πως ο μπαμπάς είχε το χρήμα και άρχισε η παράλληλη σχέση. Ο μπαμπάς υπουργός την συναντούσε κρυφά στην πολυτελή γκαρσονιέρα που νοίκιασε για χατήρι της και τις ελέυθερες ώρες της διασκέδαζε με τον νεαρό ερωτοχτυπημένο υιό.
          Περίπου έξι μήνες κράτησε η ονειρεμένη ζωή της Αλέκας. Ταξίδια, εκδρομές, δώρα, κέντρα, νυχτερινή ζωή. Όλα όσα είχε ονειρευτεί τα ζούσε, χωρίς να σκοτίζει το μυαλουδάκι της τι θα μπορούσε να συμβεί  αν θα γινόταν γνωστή η παράλληλη σχέση της.
          Ο γεροντοέρωτας του μπαμπά υπουργού είχε φουντώσει για τα καλά. Ένα βράδυ γυρίζοντας απο κάποιο ταξίδι πριν πάει στο σπίτι σκέφτηκε να περάσει να δει πρώτα το «κουνελάκι του» όμως...το κουνελάκι του κοιμόταν αγκαλιά με τον νεαρό νταβραντισμένο κούνελο μετά απο ένα δυνατό sex.
          Ο μπαμπάς υπουργός χτύπησε το κουδούνι. Απο το μυαλό της Αλέκας ούτε που πέρασε η ιδέα οτι μπορεί να ήταν εκείνος. Κάποια φίλη σκέφτηκε. Σηκώθηκε σέρνοντας τα πόδια της και άνοιξε την πόρτα. Η βόμβα που έσκασε ήταν κάτι μεταξύ ατομικής να το πεις, πυρινικής να το πεις ... ο υπουργός μπαμπάς κιτρίνισε απο το σοκ που υπέστει μόλις είδε το γιό του με ένα σεντόνι τυλιγμένο αστη μέση και την Αλέκα μισόγυμνη. Ένα δυνατό χαστούκι άστραψε στο πρόσωπό της και η πόρτα έκλεισε με δύναμη. Ο νεαρός υίος που κατάλαβε το παιχνίδι, ε! Δεν ήταν δα και κανένας μπουνταλάς, σηκώθηκε πήρε τα ρούχα του υπο μάλης, άστραψε κι εκείνος ένα δεύτερο χαστούκι στο τρυφερό μαγουλάκι της Αλέκας και βρόντηξε την πόρτα πίσω του.

          Αυτό ήταν και το άδοξο τέλος της Αλέκας στους κοσμικούς κύκλους. Ούτε που τόλμησε να ξαναεμφανιστεί. Ενα μήνα αργότερα γνώρισε  τον Θανασάκη. Κάλο παιδί, βέβαια λίγο πικρό μετά τις Μερσεντές να κυκλοφορεί με Φιατάκι άλλά... μετά την ξεφτήλα που υπέστει χρειαζόταν καιρό για να αρχίσει πάλι τα νάζια της.
          Ο Θανασάκης είχε τον τρόπο του. Δικό του ανθοπωλείο με καλή πελατεία, το σπιτάκι του, ένα τριαράκι στην Νέα Σμύρνη, το αυτοκινητάκι του και ένα παιδι απο πρώτο γάμο, που διαλύθηκε μετά το κέρατο που του φόρεσε η γυναίκα του. Ήταν πονεμένος και βρήκα παρηγοριά  στην Αλέκα.
          Για ένα τρίμηνο το ζευγάρι περνούσε ζωή και κότα. Τις βολτούλες του,τα μπαράκια του, το φρέσκο ψαράκι στις παραλίες...
          Ένα απογευματάκι όταν ο Θανασάκης γύρισε απο τη ν δουλειά με το φαγητό στο πακέτο, γιατί η Αλέκα δεν μαγείρευε ποτέ. Ούτε ήξερε, ούτε ήθελε να μάθει. Για τέτοια ήτανε η θεά...
          « Θανασάκη είμαι έγκυος» του είπε στη ψύχρα.
          Χαρά ο Θανασάκης ούτε λαχείο να του είχε πέσει.
          « Θα παντρευτούμε» της είπε… και το έκανε , υπογράφοντας την καταδίκη του. Γιατί μετά απο την επαγγελματική του εργασία, έπιανε σκούπα και φαράσι στο σπίτι. Εβαζε πλυντήριο, σιδέρωνε και έκανε όλα όσα κάνει μια νοικοκυρά. Η Αλέκα, γατούλα αγκύρας και μάλιστα σ’ ενδιαφέρουσα.
          Όταν ήρθε το μωρό, Περικλάκη το είπανε τ’ όνομα του μπαμπά της, ο Θανασάκης άρχισε να τα παίζει. Δουλειά στο ανθοπωλείο, δουλειές στο  σπίτι, λάλισε ο φουκαράς. Η Αλέκα είχε και τις απαιτήσεις της ήθελε και τη βόλτα της, τη διασκεδασή της.
          Ένα βράδυ στησανε ένα καυγά τρικούβερτο. Ο Θανασάκης ήθελε να δει ποδόσφαιρο και η Αλέκα περίπατο.
          «Αύριο βρε αγαπούλα μου είμαι κουρασμένος» της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε.
          «‘ΆΚΟΥΣΕ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ Θανάση, άμα δεν μπορείς εσύ, υπάρχουνε άλλοι που παρακαλάνε» του απάντησε
          Ε! Τι τα θες έγινε ο Θανασάκης πύραυλος. Βγήκε εκτός εαυτού. Σήκωσε τη χερούκλα του, ηταν και βαριά, της μαύρισε το μάτι της Αλέκας.
          Αυτό ήταν, άμα σου λένε το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο, κάτι ξέρουνε, όλα άλλαξαν. Η Αλέκα έστρωσε σαν την «στρίγκλα που έγινε αρνάκι» Και τσελεμεντέ αγόρασε και τα κουμπιά του πλυντηρίου έμαθε να πατάει και τις πάνες του μωρού να αλλάζει. Βέβαια η αγία ράβδος έπεσε μερικές φορές ακόμα. Κακώς αλλά έπεσε. Η υπομονή έχει και τα όρια της.

          Πέρασαν τέσσερα χρονάκια, ο μικρός ξεπετάχτηκε και η Αλέκα άρχισε τα τσιλιμπουρδίσματά της. Είχε βαρεθεί τον Θανασάκη σαν τα κρίματά της, το ‘χε βλέπεις και στο αίμα τη,, Λίγο καμάκι, κάνένα ραντεβουδάκι, τηλέφωνα. Για να σπάει η ρουτίνα του έγγαμου βίου. Είχε κάνει και τον μικρό λοκατζή, δυό τρία στρατιωτάκια, μερικά αυτοκινητάκια και δεν κατέβαινε απο το κρεββάτι μέχρι να γυρίσει η μαμά ούτε για πιπί.
          Το τελευταίο καμάκι της Αλέκα ήταν ο Στηβ, ο γείτονας του απέναντι  διώροφου σπιτιού. Είχε προηγηθεί ο χασάπης, ο γιατρός που της έκανε ανόρθωσει στήθους, ο νεαρός γυιός του ιδιοκτήτη του super market και άλλοι. Κατά περίεργο τρόπο όμως όλοι στο μήνα επάνω λάκιζαν κι έφευγαν πρώτοι. Η Αλέκα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Καμμιά φορά μονολογούσε
          «Τι έχω ρε γαμώτο αντροδιώχτή» αναρωτιώταν.
          Ο κύριος Στηβ λίγο σιτεμένος, αλλά ομορφάντρας με παρουσιαστικό και αέρα «λεφτά». Με την B.M.W.του και το γκρίζο του μαλλάκι το ακριβό του ντύσιμο δεν άργησε να καταλάβει το καμάκι που του έκανε η Αλέκα. Είχε βέβαια οικογένεια και δυό μαντραχαλάδες γυιούς, αλλά πως να το κάνουμε η αμαρτία είναι γλυκειά. Άρχισε να μπαινοβγαίνει στο μπαλκόνι, να ανεβοκατεβαίνει στην ταράτσα και να κάνει νοήματα στο κορίτσι. Το κορίτσι είχε δει το ιδιόκτητο διόροφο, την αμαξάρα, σου λέει καλή περίπτωση.
           Ένα πρωί  ο Στηβ κατέβηκε να πάρει την εφημερίδα του απο το απέναντι ψιλικατζίδικο. Ξοπίσω η Αλέκα. Μόλις τον πλησίασε του άπλωσε το χέρι.
          «Καλημέρα, είμαι η Αλέκα»
          «Στηβ» είπε και έδωσε το δικό του.
          Προς μεγάλη του εκπληξη μόλις το τράβηξε μεσα στην χουφτά του είχε ένα χαρτάκι.
«Τι έξυπνο κορίτσι σκέφτηκε έμένα δεν θα πήγαινε ο νους μου ποτέ»
Εμ! Κύριε οι γυναίκες είναι γάτες πονηρές και αμα θέλουν κάτι βρίσκουν χίλιους τρόπους για να το πάρουν.
Μόλις γύρισε ο Στηβ στο σπίτι έστειλε την κυρά του για ψώνια. Στρογγυλοκάθησε στην πολυθρόνα γεμάτος αυτοπεπείθηση και πήρε τον αριθμό που έγραφε το χαρτάκι.
Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Ακολούθησαν και άλλες τηλεφωνικές συνομιλίες στα κρυφά και στα πεταχτά μην τον πιάσει στα πράσα η γυναίκα του που ήταν και τσαούσα.
 Είχαν φτιάξει κατάσταση με τα λόγια, γλυκά κι ερωτικά, έπρεπε να φτάσουν και στο έργο. Δώ σανε ενα ραντεβού πρωι νό. Πάντα πρωί έκανε τις ερωτοδουλειές της η Αλέκα,.Είχε το φόβο του Θανασάκη που ήταν καχύποπτος και ζηλιάρης. Που να πάνε να μην τους δει κανένα περίεργο μάτι, διαλεξαν μια μικρή εξοχική πανσιόν για  ερωτικά παντεβού στα νότια προάστεια. Ησυχα και ακίνδυνα. Άλλωστε σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα λόγια είναι περιττά.
Φούντωσε ο έρωτας στα κορμιά τους, άρχισαν να πετάνε ένα ένα τα ρούχα τους και πριν... ακούστικε μια αντρική φωνή.
« Αλέκα, Αλέκα!!!»
Αυτό ήταν. Πετάχτηκε έντρομη η Αλέκα κίτρινη, κόκκινη, μπλέ όλα τα χρώματα άλλαξε. Έβαλε τα ρούχα της σε χρόνο ντε τε, το σλιπάκι στην τσέπη, άνοιξε την μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον κήπο,πήδηξε και έφυγε τρέχοντας. Ένα ταξι και στο σπίτι. Ούτε που τόλμησε να πάρει το Θανασάκη στο τηλέφωνο. Δεν είχε καταλάβει καλά καλά τι είχε συμβεί.
Αργότερα την πήρε ο Στηβ που κι αυτός είχε μείνει ξερός όχι τόσο για την φωνή που άκουσε όσο απο τη ν απρόσμενη συμπεριφορά της.
«Τι έγινε; τον ρώτησε γεμάτη αγωνία.
«Τίποτα απολύτως, Αλέκα λένε την κόρη του ιδιοκτήτη και απλά φώναξε το όνομά της».
Η Αλέκα έκλεισε το τηλέφωνο και έπεσε σε μια πολυθρόνα.
Ο Στηβ ήταν η τελευταία άδοξη αμαρτωλή της σχέση ως παντρεμένη. Αργότερα χώρισε το Θανασάκη και αποφάσισε να ζήση όπως ήθελε… Την ζωή που κυλούσε στο αίμα της
                      
                                                                               T  Ε Λ Ο Σ    



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί