Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

   ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ…..



Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ….» αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι.
- Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της…
To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!
 Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί.
Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογραφούν. Ένοιωσε ξεριζωμένη και ήταν μόνο η αρχή ακολούθησαν κι άλλες πόλεις κι άλλες φιλίες και κάθε φορά μια πληγή στην καρδιά της άνοιγε καθώς άφηνε πάντα πίσω κάτι αγαπημένο. Παιχνίδι της, είχε γίνει ένα κουτί με γραμματάκια , καρτούλες  και μικρά αντικείμενα που τις είχαν χαρίσει οι φίλες της,  αναμνηστικά δωράκια ενθύμια φιλίας. Καθόταν ώρες ατελείωτες στο δωμάτιο της και διάβαζε ξανά και ξανά αυτές τις παιδικές επιστολές και απαντούσε αποτυπώνοντας στο χαρτί την θλίψη της και την μοναξιά της. Ζωγράφιζε κεφαλάκια μικρών παιδιών με δακρυσμένα μάτια, απομονωμένα σπιτάκια στην εξοχή με γκρίζα σύννεφα και σταγόνες βροχής να πέφτουν μαζί με τα δάκρυα της. Σιγά – σιγά συνήθισε και οι μετακινήσεις έγιναν πιο ανώδυνες. Όταν γύρισαν στην Αθήνα νόμιζε ότι όλα είχαν τελειώσει θα ζούσε κοντά στους αγαπημένους της παππούδες και τα ξαδέρφια της που τόσο της είχαν λείψει. ‘Όμως… 
Αυτή την φορά η μετάθεση ήρθε για την Κρήτη. Η Όλγα ήταν δεκατεσσάρων χρόνων.


Αρχή της σχολικής χρονιάς.
-Όλγα να είσαι κοντά μου, μη  μ’ αφήνεις μόνη μου, της είπε η αδερφή της  δένοντας τα κορδόνια των παπουτσιών της. Και φόρεσε την κορδέλα σου, εδώ μπορεί να είναι πιο αυστηροί οι καθηγητές.
Η Νανά ήταν δυο χρόνια μικρότερη και θα πήγαινε στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Πάντα ήθελε να είναι κοντά στην Όλγα και να ενσωματώνεται με τις δικές της φίλες. Είχε πολλές ανασφάλειες και κατά συνέπεια ήταν και το χαϊδεμένο παιδί της μαμάς πράγμα που εξόργιζε την Όλγα και την έκανε να τσακώνεται μαζί της.
Κατηφορίζοντας τον δρόμο για ο σχολείο η Όλγα σκέφτηκε
« άλλος ένας δρόμος που θα πρέπει να χαράξω στη μνήμη μου αφού θα τον ανεβοκατεβαίνω δύο και τρεις φορές την ημέρα .
Το σπίτι ήταν μια όμορφη μονοκατοικία, λίγο πιο έξω από την πόλη. Μια μεγάλη κληματαριά στόλιζε την πίσω αυλή και χάριζε τον ίσκιο της  μαζί με το φύλλωμα μιας αμυγδαλιάς φορτωμένης με καρπούς. Τα δυο κορίτσια ενθουσιάστηκαν ίσως να ήταν το ομορφότερο μέρος που είχαν εγκατασταθεί μέχρι τώρα. Είχαν ένα υπέροχο ηλιόλουστο δωμάτιο που από τις πρώτες κιόλας ημέρες άρχισαν να  στολίζουν  τους τοίχους του με φωτογραφίες αγαπημένων τους ηθοποιών. Αυτή η αλλαγή είχε γεμίσει χαρά την Όλγα  αν και ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Το δώρο του πατέρα τους ήταν ένα κουταβάκι. ‘Ένα πανέξυπνο χαριτωμένο κουταβάκι, που ίσως έκανε την καινούργια τους αλλαγή πιο ανώδυνη.   Αποφάσισαν να το ονομάσουν Τάμμυ.  
Οι καινούργιες συμμαθήτριες της, την καλοδέχτηκαν. Εκείνη την εποχή στην επαρχία,  η πρωτευουσιάνα, όπως την έλεγαν, είχε κάτι το ξεχωριστό στα μάτια τους, αφού σχεδόν  καμία  δεν είχε βγει πιο έξω  από τον κλειστό χώρο της πόλης της, του νησιού της. Στα εφηβικά τους μάτια οι Αθηναίες έφερναν την εξέλιξη, και την μόδα. Πολλές φορές ανακάλυπτε ότι προσπαθούσαν να την μιμηθούν ακόμα και στον τρόπο που περπατούσε, που μιλούσε.
Η ζωή κυλούσε, σχολείο, σπίτι, φροντιστήριο, κανένα έργο στον κινηματογράφο τις Κυριακές, μετά η καθιερωμένη βόλτα στο «νυφοπάζαρο» και οι μέρες περνούσαν σχεδόν αδιάφορα. 

Απρίλης μήνας και η Όλγα σε λίγες ημέρες είχε τα γενέθλιά της. Παρακάλεσε την μητέρα της να την αφήσει να κάνει ένα πάρτι. Ήθελε να καλέσει κορίτσια κι αγόρια. Ήταν το πρώτο νεανικό, εφηβικό της πάρτι. Μόλις πήρε την άδεια, άρχισε να ετοιμάζει τις προσκλήσεις, οι περισσότερες φίλες της είχαν αδέρφια μεγαλύτερα και  αυτός ήταν ο στόχος της για ένα πάρτι με επιτυχία. Θα χόρευαν μπλουζ, θα φλέρταραν, ίσως να έσβηναν και τα φώτα για ατμόσφαιρα. Στόχος της επίσης ήταν να πείσει την φίλη της την Μαρία να φέρει τον αδερφό της τον Μάνο. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος και κούκλος αφού όλες της οι φίλες ήταν ερωτευμένες μαζί του. Η Όλγα τον είχε δει πρώτη φορά στην αίθουσα του κινηματογράφου και προσπάθησε απεγνωσμένα να μάθει ποιος είναι και πως τον λένε, τον είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά.
                                                                                                
Αυτό το πάρτι θα άλλαζε για τα επόμενα χρόνια την ζωή της.
                                                                                                                          

                                                                                                
-Μάνο ! Μάνο! Βοήθησέ με !Σε παρακαλώ δώσε μου το χέρι σου. Βουλιάζω, χάνομαι….
Η Όλγα πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Γύρισε και κοίταξε τον Νίκο, τον άντρα της, που κοιμόταν ατάραχος δίπλα της.
-Θεέ μου τι εφιάλτης! Ψέλλισε.
Είδε ότι ήταν νέο κορίτσι, έφηβη και περπατούσαν αγκαλιασμένοι με τον Μάνο, τον πρώτο της έρωτα , ξαφνικά άνοιξε η γη σχηματίζοντας μια μικρή λίμνη, η Όλγα άρχισε να  βουλιάζει μέσα της. Τα πόδια της είχαν χωθεί στον βούρκο  και την τραβούσε κάτω. Στην όχθη της στεκόταν ο Μάνος, του ζητούσε βοήθεια μα εκείνος δεν άπλωνε το χέρι του,  απλά την κοιτούσε  χωρίς καν να την προσέχει .
Η Όλγα σηκώθηκε πατώντας στις μύτες των ποδιών της βγήκε από το υπνοδωμάτιο, κατέβηκε την σκάλα και  κατευθύνθηκε στην κουζίνα, κοίταξε το ρολόι στο χολ, έδειχνε έξι. Έξω ήταν ακόμα σκοτεινά. Έφτιαξε έναν καφέ, άναψε τσιγάρο και άρχισε να κάνει flash back στις αναμνήσεις της.
                                                                                                                          

Όλα ήταν έτοιμα  για το πάρτι σε λίγο θα χτυπούσε το κουδούνι και οι πρώτοι καλεσμένοι της θα έφταναν. Γέμισε δυο μπολ ακόμα με ξηρούς καρπούς, τα έβαλε επάνω στο τραπέζι και κοίταξε την φιγούρα της μέσα στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Σήκωσε την φούστα της λίγο πιο πάνω από το γόνατο και έσφιξε την ζώνη της. Ο πατέρα της δεν την άφηνε να φοράει μίνι  όμως η Όλγα σήμερα ήθελε να ξεχωρίζει. 
-Εσύ μικρή να μην τριγυρνάς συνέχεια μέσα στα πόδια μας!. Είπε στην Νανά.
-Μπα! Ότι θέλω θα κάνω άλλωστε η μαμά,  μου είπε να σας προσέχω. Αντέδρασε εκείνη.
Η μητέρα τους έλειπε στην Αθήνα, πηγαινοερχόταν συχνά γιατί  ήταν η γιαγιά άρρωστη και την είχε ανάγκη καθώς τους  έλεγε. Αργότερα θα μάθαιναν πως αυτό ήταν ένα παραμύθι που θα το πλήρωνε όλη η οικογένεια ακριβά.
Η βραδιά κυλούσε  γεμάτη χορό φλερτ και άφθονο γέλιο. Ο Μάνος δεν την άφησε από τα μάτια του . Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε πήγε στο  πικ απ  διάλεξε  το when a man loves a woman και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Η Όλγα έγειρε στον ώμο του  μεθυσμένη από ευτυχία. Ήταν το πρώτο της blues που χόρευε στην αγκαλιά ενός αγοριού.
-Τι θα ‘λεγες αν ερχόμουν αύριο να σε πάρω από το φροντιστήριο; Τη ρώτησε
-Σύμφωνοι, τελειώνω στις έξι, του απάντησε κοκκινίζοντας και η λαχτάρα τράνταξε τα σωθικά της.
Εκείνο το βράδυ η τρυφερή νεανική της καρδιά είχε αλλάξει ρυθμό
 Ήταν η αρχή ενός αληθινά μεγάλου έρωτα.
                                                   
                   

Πέρασαν δυο χρόνια, ο Μάνος και η Όλγα ήταν αχώριστοι. Πάντα θα τους συναντούσες μαζί, στο σχολείο, στην βόλτα, στον κινηματογράφο, στα πάρτι. Έκαναν όνειρα για το μέλλον τους και πίστευαν ότι κανείς και τίποτα δεν θα μπορούσε να τους χωρίσει.
Ήταν ένα σκοτεινό απόγευμα του Γενάρη από το πρωί έβρεχε. Μια σιγανή εκνευριστική βροχή. Η Όλγα γύρισε από το φροντιστήριο μούσκεμα. Έξω από το σπίτι είδε παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του πατέρα της
«Περίεργο» σκέφτηκε τέτοια ώρα ποτέ δεν ήταν στο σπίτι. Μπήκε μέσα τρέχοντας.
-Τι συμβαίνει; Ρώτησε. Μαμά κλαις; Η γιαγιά;…. γυρίζοντας το κεφάλι της είδε την Νανά κουλουριασμένη στα πόδια της μητέρας της με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα.
-Όχι! Όχι! Ησύχασε . απάντησε ο πατέρας της παίρνοντας τον λόγο. Θέλουμε να σου μιλήσουμε. Εγώ και η μητέρα  σου αποφασίσαμε να χωρίσουμε. 
Η Νανά ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα.  Η Όλγα ένοιωσε σαν να έπεσε κεραυνός στο κεφάλι της, έτσι απότομος ήταν πάντα στις δηλώσεις του, δεν ήξερε από «να το πούμε με τρόπο….» και τέτοια,  κάθε του ανακοίνωση έσκαγε σαν ωρολογιακή βόμβα μες το σπίτι
-Πως; Γιατί;  Βρήκε την δύναμη να ρωτήσει.
-Είναι μια απόφαση που την έχουμε πάρει από καιρό ξανάπε ο πατέρας της  με ήρεμο ύφος  Πίστευα ότι αυτές οι συχνές αναχωρήσεις της μητέρας σας, κάπως θα σας είχαν κάνει να υποψιαστείτε πως κάτι συμβαίνει.. Είναι κακό για σας το ξέρω μα …. αναπόφευκτο.
Σηκώθηκε από την θέση του και άρχισε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο. Η μητέρα της σκούπισε τα μάτια της και χάιδεψε την Νανά στα μαλλιά.
-Λίγο νερό σε παρακαλώ, της είπε
Η Νανά κατευθύνθηκε προς την κουζίνα κλείνοντας  το μάτι στην Όλγα να την ακολουθήσει
-Όλγα μείνε δεν τελείωσα ακόμα, είπε με αυστηρή   φωνή ο πατέρας της πριν κάνει ένα βήμα. Θα αναγκαστείς να αποχωριστείς για λίγο καιρό την αδελφή σου. Η Νανά θα πάει με την μητέρα σου στην Αθήνα….
-Θα πάω κι εγώ μαζί τους είπε αποφασιστικά,  περισσότερο για να κοντράρει τον πατέρα της.
Το βλέμμα που της έριξε ήταν σαν κεραυνός.
                                                                                                
Μια ζωή εκτελούσαν εντολές, λες και ήταν στρατιωτάκια του. Κάθε του απόφαση ήταν νόμος  Πολλές φορές αναρωτιόταν πως τον άντεχε η μητέρα της. Και να που τώρα βρήκε το κουράγιο και αντέδρασε και φεύγει…
-Δεν γίνεται τώρα, θα τελειώσεις το Λύκειο και κατόπιν θα σε στείλω στην Αθήνα για σπουδές είπε. Πήρε το σακάκι του, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
-Γιατί δεν μας είπατε τόσο καιρό τίποτα ; φώναξε η Όλγα. Και ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν θέλω να με χωρίσετε από την αδελφή μου. Δεν θέλω να ζήσω λες και είμαι ορφανή από μάνα. Είστε εγωιστές, εγωιστές…φώναξε και τρέχοντας κλείστηκε στο δωμάτιο της.
Το βράδυ η Νανά πήγε και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα της Όλγας.
« άσε με να κοιμηθώ κοντά σου, φοβάμαι μόνη μου. Δεν τον αγαπάω τον μπαμπά  είπε.  Αν ήμουν στη θέση της μαμάς θα είχα φύγει από χρόνια. Τον φοβάμαι, πάντα τον φοβόμουν. Θυμάσαι ρε Όλγα να μας έχει αγκαλιάσει ποτέ, να μας έχει χαϊδέψει; Πάντα λέει…. «το καθήκον σου είναι…. Η υποχρέωσή σου είναι…..» λες και μόνο καθήκοντα και υποχρεώσεις, είναι ένα παιδί, δεν έχει ανάγκη από στοργή, χάδι, μια αγκαλίτσα….δεν θέλω να σε αφήσω εδώ μαζί του.»
Η Όλγα της χάιδεψε το μάγουλο
«Νανάκα μου είσαι ευαίσθητο παιδί. Εγώ έχω μάθει να στηρίζομαι στον εαυτό μου και ν αποφασίζω για μένα στο μέτρο του δυνατού. Μη σε νοιάζει θα τα καταφέρω
Άλλωστε έχω και τον Μάνο δεν θα ήθελα να φύγω μακριά του.    
Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισαν μάτι. Αγκαλιάστηκαν πολλές φορές δίνοντας υποσχέσεις και κουράγιο η μια στην άλλη.



-Ίντα  κουζουλάδες είν’ αυτές, κατέεις ίντα  μου λες; της  είπε ο Μάνος την άλλη μέρα που του διηγήθηκε τα συμβάντα.
                                                                                                
Ο Μάνος πάντα όταν εκνευριζόταν μιλούσε στην κρητική διάλεκτο κάτι που άρεσε πάρα πολύ στην Όλγα και μάλιστα πολλές φορές τον προκαλούσε  έτσι για να τον ακούει να της μιλάει με την τοπική προφορά.
-Είμαι πολύ δυστυχισμένη, αν δεν ήσουν εσύ θα έφευγα κρυφά από τον πατέρα μου θα πήγαινα μαζί τους στην Αθήνα . Είναι φοβερό ένα παιδί να μεγαλώνει μακριά από την μητέρα του και αυτοί δεν μπορούν να το καταλάβουν. Μόνο τον εαυτό τους σκέφτονται. Εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό στο παιδί μου. Ποτέ!!! \
Έπεσε στην αγκαλιά του.
- Σφίξε με, σφίξε με, Μάνο μόνο εσένα αγαπάω, μόνο εσένα έχω, στ ορκίζομαι.  Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ τόσο πολύ…. 
Η αγκαλιά του ήταν για την Όλγα σήμερα ένα λιμάνι. Ένα λιμάνι ήσυχο γαλήνιο, γιατί τις άλλες φορές ήταν μια θάλασσα τρικυμισμένη που πάλευαν και οι δυο με τα κύματα του πόθου.
Πόσα βράδια σε σκοτεινές γωνιές δεν ένιωθαν την ζάλη από το μεθύσι της ηδονής να χτυπά τα μηνίγγια τους και το αίμα να θέλει να πηδήξει καυτό μέσα από τις φλέβες τους. Με τα δάχτυλά τους έσφιγγε ο ένας την σάρκα του άλλου και τα χείλη τους ρούφαγαν απελπισμένα το καυτό κορμί τους. Προσπαθούσαν να μάθουν τον έρωτα. Όμως κάτι εμπόδιζε πάντα την ολοκλήρωση του. Ο φόβος; η άγνοια; Πάλευαν με το αγρίμι του πόθου χωρίς μέχρι τώρα να κατορθώσουν να το νικήσουν. Όμως αυτό το βράδυ, η Όλγα, ήθελε την αγκαλιά του, ζεστή φωλιά να κουρνιάσει μέσα, να πάρει ότι είχε στερηθεί  από αυτούς που ήταν υποχρεωμένοι να της το έχουν δώσει . Την στοργή!.
Για αρκετές ημέρες στο σπίτι επικρατούσε μια ταραχή, ένας εκνευρισμός. Η μητέρα ετοίμαζε τα πράγματα που θα έπαιρναν μαζί τους και  έδινε συνέχεια συμβουλές στην Όλγα για το πώς να κάνει το ένα και το άλλο. Που ήταν τα σεντόνια, τα ρούχα του πατέρα της, πώς να βάζει το πλυντήριο,  τι και πως να μαγειρεύει.
Το τελευταίο βράδυ ο πατέρας της δεν γύρισε στο σπίτι. Ήταν μια γλυκιά φθινοπωρινή βραδιά και καθισμένες οι τρεις τους στην αυλή είχαν βυθιστεί στις σκέψεις τους. Τα μάτια της μητέρας της έμοιαζαν  σαν δύο πλημμυρισμένες λίμνες  στο φως του φεγγαριού. Η Όλγα ένοιωθε ότι έπνιγε τα δάκρυα της για να μην κατρακυλήσουν. Το ελαφρό αεράκι έφερνε μια ανατριχίλα στο σώμα της και το θρόισμα των φύλλων έφτανε στ αυτιά της σαν μια μελαγχολική μουσική. Η Νανά έσπαγε κάπου - κάπου την σιωπή τους μουρμουρίζοντας «μαμά… και μετά τίποτα. Είχανε αποδεχτεί πια το γεγονός του χωρισμού τους…

                      ******************

«Αγαπημένη μου Νανά,
Έχουν περάσει τέσσερεις μήνες κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω την απουσία σας. Μου λείπετε και οι δυο πολύ. Κοιτάζω το κρεβάτι σου, άδειο στο δωμάτιό μας, τις φωτογραφίες στον τοίχο των αγαπημένων σου τραγουδιστών και πολλές φορές κλαίω και αναρωτιέμαι γιατί να γίνει έτσι. Τι έφταιξε; Ίσως το πάθος της μαμάς για τα χαρτιά. Το καζίνο ήταν η αιτία. Το κατάλαβα από κάτι μισόλογα του μπαμπά στο τηλέφωνο που μιλούσε με τον παππού. Πρέπει να έχει χάσει πολλά χρήματα. Θυμάμαι που όλο έφευγε στην Αθήνα δήθεν για την γιαγιά που ήταν άρρωστη; Ήταν μια πρόφαση και ο μπαμπάς το είχε καταλάβει. Αν εσύ ξέρεις κάτι άλλο γράψε μου. Δεν θέλω να την κρίνω όμως το θεωρώ πολύ εγωιστικό εκ μέρους της.
Εμάς δεν μας σκέφτηκε κανείς; αναρωτιέμαι και θα αναρωτιέμαι πάντα.
Ο μπαμπάς κάθε μέρα δείχνει και περισσότερο σκεπτικός. Πολλές φορές τα μεσημέρια τρώει στη λέσχη και δεν έρχεται σπίτι. Όχι πως με πειράζει, δεν χρειάζεται και να μαγειρεύω. Εγώ ευτυχώς έχω τον Μάνο και την Μαρία συντροφιά. Πηγαίνω σπίτι τους αρκετές φορές μετά το σχολείο. Η μητέρα τους, η κυρία Άννα, είναι πολύ καλή μαζί μου. Είναι μια πολύ αγαπημένη και ζεστή οικογένεια. Κοντά τους σβήνω την θλίψη της μοναξιάς μου.
Όμως Νανά μου φοβάμαι, φοβάμαι πολύ μη μάθει τίποτα ο μπαμπάς. Οι γονείς του Μάνου είναι μεροκαματιάρηδες, φτωχοί άνθρωποι  και σίγουρα δεν θα τους δεχτεί. «Δεν ανήκουν στην τάξη μας» θα μου πει.
Ο Μάνος δυστυχώς δεν θα σπουδάσει, έχει ήδη σταματήσει το φροντιστήριο δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν στην Αθήνα. Ίσως πάει αμέσως στρατιώτης και μετά …σου λέω το μεγάλο μου μυστικό ΘΑ ΚΛΕΦΤΟΎΜΕ!!! Πρόσεχε μην το πεις σε κανέναν. Έτσι θέλει δεν θέλει ο μπαμπάς θα μας παντρέψει. Είναι λίγο τολμηρό αλλά αδελφούλα μου τον αγαπάω τόσο πολύ που δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτόν. Στο σχολείο δεν πάω και τόσο καλά. Οι βαθμοί μου πρέπει να είναι χαμηλοί και όπως καταλαβαίνεις θα γίνει μάχη με τον μπαμπά. Λυπάμαι ,μα δεν μπορώ μα συγκεντρωθώ να διαβάσω.
Το Πάσχα παντρεύεται και η Χρύσα που μένει απέναντι από το σπίτι μας έχουμε γίνει φίλες και την βοηθάω στις ετοιμασίες του γάμου της. Θα σε περιμένω τις διακοπές του Πάσχα. Φιλάκια στη μαμά και την γιαγιά
Σ’ αγαπώ  πολύ

                        ***************

-Καλημέρα Χρύσα ! φώναξε η Όλγα έξω από το παράθυρο της αυλής.
-Ίντα κάμεις κοπελιά. Αποκρίθηκε εκείνη. Γιάντα στέκεις απ’ όξω; Πέρασε μέσα. Περιμένω τα πράματα. Από τα Χανιά.
Η Χρύσα  είχε μπροστά της ένα κουβά και κρατώντας μια σφουγγαρίστρα  «έγλειφε» για μια ακόμη φορά το πάτωμα του νέου της σπιτικού περιμένοντας τα καινούργια της έπιπλά. Πάνω σε μια καρέκλα είχε τα σεμέν και τα κεντίδια της, έτοιμα για να τα στολίσει. Όλα φτιαγμένα από τα χέρια της. Κάθε απόγευμα που η Όλγα περνούσε από το σπίτι της, την έβλεπε πότε έξω και πότε μέσα από το παράθυρο να κρατά το βελόνι στα μακριά της νύχια και να κεντά (πάντα την εντυπωσίαζαν τα τόσο μακριά και σκληρά νύχια της Χρύσας και πολλές φορές την ρωτούσε πως στο καλό τα διατηρούσε με τόσες δουλειές που έκανε). Ο έρωτας της ήταν το νοικοκυριό και το κέντημα. Στης Χρύσας το πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένη η καλοσύνη. Καλόκαρδη και πάντα με το γέλιο στο στόμα. Ένα γέλιο γάργαρο και δυνατό που σ’ έκανε να νιώθεις χαρούμενα. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από την Όλγα και της είχε σταθεί σαν μεγάλη της αδελφή από τότε που έφυγαν οι δικοί της. Την  βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, στο μαγείρεμα και στο σίδερο και κάθε φορά που η Όλγα τα έκανε «μούσκεμα» αφού δεν είχε ιδέα από όλα αυτά. Την πείραζε λέγοντάς της.
« μου θες εδά τσε παντρειές, χαρώσε, τσε δε κατέεις μήτε ένα αυγό να ψέσεις».

-Έλα  χαρώ το μέσα, να δεις το νυφικό, είπε η Χρύσα γεμάτη ενθουσιασμό.
Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. Σε μια κρεμάστρα ήταν κρεμασμένο το νυφικό της ολόλευκο, κεντημένο με πούλιες, μικρά ροζ ανθάκια και μ’ ένα μακρύ πέπλο. Σε μια γωνιά του δωματίου ήταν στοιβαγμένα τα κουτιά με  τα δώρα που είχαν στείλει  οι συγγενείς και οι φίλοι.
-Πως σου φαίνεται;  Την ρώτησε και ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.
-Είναι όνειρο! Υπέροχο! Ξεφώνησε η Όλγα γεμάτη ενθουσιασμό. Θα είσαι η πιο όμορφη νυφούλα. Άντε τέσσερεις ημέρες μείνανε ακόμα.
Η Χρύσα έδειχνε ευτυχισμένη. Ένα χρόνο τώρα ήταν αρραβωνιασμένη με τον Σήφη. Καλό παιδί, έλεγαν όλοι. Τυχερή η Χρύσα μας. Με τις οικονομίες τις δικές του και της ίδιας είχε ανοίξει ένα συνεργείο μοτοποδηλάτων. Πήγαν καλά οι δουλειές και με την βοήθεια του θείου της, [ήταν συμβολαιογράφος και αδερφός του πατέρα της, την είχε πάρει βοηθό στο γραφείο του, της έδωσε προίκα και αυτή την μονοκατοικία ] αποφάσισαν να παντρευτούνε.
-Σε λίγο θε να ’ρθει τσ ο Σήφης να κρεμάσει τσι κουρτίνες. Να συνηθίζει στα οικογενειακά βάρη, είπε γελώντας δυνατά η Χρύσα. Αύριο το απόγευμα στις επτά θα στρώσουμε το κρεβάτι, να φέρεις και τον Μάνο.
-Εντάξει! Α! ξέχασα να σου πω, το απόγευμα έρχεται και η Νανά αεροπορικώς. Να ‘ξερες πως την περιμένω!....

                             **************

Η Νανά έφτασε με την απογευματινή πτήση. Η Όλγα μαζί με τον πατέρα της πήγαν και την πήραν από το αεροδρόμιο. Πόσο πολύ της φάνηκε ότι μεγάλωσε η αδερφή της, μέσα σε λίγους μήνες την είδε δεσποινίδα ψηλή και όμορφη. Ο πατέρας την καλωσόρισε αγκαλιάζοντας την, εκείνη ήταν ψυχρή.
«αν δεν ήσουν εσύ δεν πρόκειται να πάταγα το πόδι μου ξανά στην Κρήτη όσο θα είναι ο μπαμπάς» της είχε πει στο τηλέφωνο.
Όλη την νύχτα δεν έκλεισαν μάτι, προσπαθούσαν να πουν με κάθε λεπτομέρεια η μια στην άλλη πως είχαν περάσει όλο αυτό το διάστημα που ήταν χωριστά. Η Νάνα επιβεβαίωσε τις υποψίες της Όλγας για την μητέρα της και το αθεράπευτο πάθος της στο χαρτί. Κάθε βράδυ έπαιζε. Η Νανά ήταν βαθιά πληγωμένη και είχε κλειστεί στον εαυτό της.
-Μακάρι να μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Κανείς δεν μ’ αγαπάει εμένα;  Της είπε με παράπονο
-Κάνε υπομονή αυτό το καλοκαίρι έμεινε και μετά θα έρθω κι εγώ στην Αθήνα, θα είμαστε μαζί, θα πάρουμε την ζωή στα χέρια μας αδελφούλα, μη σε νοιάζει εγώ είμαι εδώ.
Η Όλγα προσπάθησε να της δώσει κουράγιο. Καταλάβαινε ότι εκείνη βρισκόταν σε χειρότερη θέση από την ίδια.
«εγώ έχω το Μάνο δίπλα μου, σκεφτόταν, η Νανά πρέπει να χει εμένα.»

Την άλλη μέρα το πρωί τα δυο κορίτσια ξύπνησαν από φωνές που ακούστηκαν έξω από το παράθυρό τους.
Η Όλγα πετάχτηκε, και άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Είδε τις γυναίκες της γειτονιάς μαζεμένες στο σπίτι της Χρύσας. Έβαλε τις παντόφλες της και βγήκε έξω.
-Τι τρέχει κυρία Κατίνα; Ρώτησε την γειτόνισσα.
-Όφου ίντα ‘παθε το κακορίζικο.! Είπε χτυπώντας τα μαγουλά της
-Ποια καλέ; ξαναρώτησε
-Η Χρύσα μαθές.
-Τι έπαθε η Χρύσα;
-Ο Σήφης μαθές εχτές το βράδυ….
-Τι έγινε χριστιανή μου χτες το βράδυ;
-Απαγωγή. Πήγαν τρία κοπέλια από τσι Μουρνιές με τ’ αυτοκίνητο, έξω από το μαγαζί την ώρα πο κλειε, τον άρπαξανε τονε βάλανε μέσα και…. Είχενε, λέει, σχέση με την αδερφή τόνε, τσ’ ήπρεπε να τήνε παντρευτεί.
-Τι λες μωρέ είσαι με τα καλά σου ; ξεφώνησε η Όλγα και όρμησε μέσα στο σπίτι της φίλης της
Δάκρυα και κατάρες από παντού.
«ν’ αποθάνει ο σκύλος, φώναζε η μάνα της, να πάει στα κομμάτια.  Όφου!!! φωθιά  που μας άναψε».
                                                                                                
Η Χρύσα έκλεγε ασταμάτητα.
«δεν το πιστεύω το κακό πο ‘παθα» έλεγε και ξανάλεγε.
Ακόμα και η πεθερά της η μάνα του Σήφη προσπαθούσε να την παρηγορήσει, που ούτε η ίδια μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί.
« σώπασε κόρη μου μα θα γυρίσει θα δεις, ο Σήφης μου σ΄ αγαπάει».
Ο Σήφης όμως δεν γύρισε.
Ο Σήφης πήγε γαμπρός ,μα σε άλλη εκκλησία και με άλλη νύφη στο πλευρό του.
Η Χρύσα μάζεψε τα κομμάτια της. Εκείνη, δεν είχε αδέρφια να την προστατέψουν, ένα πατέρα μοναχά, άρρωστο, φυματικό και ανήμπορο.  Έπρεπε να το παλέψει μόνη της. Το γεγονός έφτασε από στόμα σε στόμα σε όλη την πόλη. Τα βλέμματα συμπόνιας και τα σουσούμια πίσω από την πλάτη της, της ράγιζαν την καρδιά. Εκείνη όμως βρήκε την δύναμη και το πάλεψε. Σιγά -σιγά ξαναβρήκε τον εαυτό της και το καλόκαρδο γέλιο της. Ένα χρόνο αργότερα γνώρισε τον Πάνο παντρεύτηκαν και την πήρε μαζί του στο πατρικό του στην Σούδα. Την χαρά του σπιτικού τους συμπλήρωσε η γέννηση του μικρού Μανώλη..

                    ***********************                                     


Ο Μάνος ήταν ξαπλωμένος στο μπαουλοντίβανο του μικρού δωματίου, με το βλέμμα του καρφωμένο στο ταβάνι. Αυτό το σπίτι είχε αρχίσει εδώ και καιρό να τον πνίγει. Δυο δωμάτια στις προσφυγικές πολυκατοικίες. Κληρονομία της μάνας του από τους γονείς της. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε. Δεν μπόρεσε ποτέ να έχει ένα δωμάτιο δικό του, να διαβάσει, να κοιμηθεί όσο ήθελε, να σκεφτεί ακόμα και να κλάψει κάποιες φορές. Η οικογένειά του ζούσε με πολλές στερήσεις. Σπάνια θυμάται να του είχαν αγοράσει καινούργια ρούχα, παπούτσια ή κάποιο παιχνίδι. Τα καινούργια γι αυτόν ήταν τ’ αποφόρια άλλων παιδιών που έφερνε η μάνα του από την εκκλησία. Φαρδιά μπατζάκια, στενά μανίκια εκείνη τα μεταποιούσε τα ξήλωνε τα μπάλωνε, και όσα ήταν σε καλή κατάσταση, ήταν τα κυριακάτικά. Ακόμα και η σχολική του τσάντα κάθε χρονιά ήταν από δεύτερο χέρι. Όμως η αγάπη και η φροντίδα των γονιών του δεν τον άφησαν ποτέ να νιώσει άσχημα. Άλλωστε σ’ αυτή τη γειτονιά όλα σχεδόν τα παιδιά έτσι μεγάλωναν. Ήταν η φτωχογειτονιά της πόλης με τα λασπόνερα και τον χωματόδρομο. Με τους γκρίζους μαδημένους τοίχους, με το ραδιόφωνο τις Κυριακές στη διαπασών, αλλά και την ομαδική διασκέδαση των γειτόνων αφού όλοι σχεδόν ήταν «μια πόρτα».
Τώρα όμως ήταν πια έφηβος, εκείνος ένιωθε άντρας. Όλα είχαν αλλάξει έπρεπε να τελειώσει το σχολείο να βρει δουλειά, να φτιάξει την δική του ζωή. Αγαπούσε την Όλγα ήθελε να κάνει όνειρα για το κοινό τους μέλλον, εκείνη του είχε πει πως ο πατέρας της δεν επρόκειτο ποτέ να τον δεχτεί για γαμπρό του, ανήκε σε άλλη κοινωνική τάξη. Η μόνη ακτίνα φωτός ήταν ο αδελφός της μάνας του στην  Αθήνα που του είχε υποσχεθεί μόλις τελειώσει το σχολείο να τον πάρει κοντά του, ήταν εκτελωνιστής, να του μάθει την δουλειά. Το είχαν συζητήσει με την  Όλγα και είχαν συμφωνήσει να φύγουν μαζί για την Αθήνα μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς.

                   ********************
                           

Ιούνιος μήνας. Η εξεταστική περίοδος είχε αρχίσει. Ένα βράδυ η Όλγα γυρίζοντας από το φροντιστήριο ζήτησε στον πατέρα της να μιλήσουν.
-Μπαμπά αποφάσισα να μην δώσω εξετάσεις για το πανεπιστήμιο
-Δεν κατάλαβα κορίτσι μου, τι είναι αυτά που λες; Φώναξε εκείνος αγριεμένος
-Σε παρακαλώ θέλω να με ακούσεις τον ικέτευσε.
-Τι να ακούσω Όλγα; αυτό περιμένω από σένα να ακούσω; Μέχρι τώρα το σχέδιο μας ήταν να σπουδάσεις, τι άλλαξε; Μου φαίνεται παιδί μου το μυαλό σου το έχεις πάνω από το κεφάλι σου.
-Τα όνειρά μου και τα σχέδιά μου τα καταστρέψατε εσύ και η μαμά με το χωρισμό σας τόλμησε να πει, πνίγοντας ένα λυγμό. Θέλω να πάω σε μια σχολή γραμματέων. Θέλω να δουλέψω.
-Και τι ανάγκη έχεις εσύ να δουλέψεις; Τι σου λείπει; Η κόρη του Πέτρου του Φωκά ιδιαιτέρα γραμματεύς, είπε ειρωνικά. Ορίστε τα όνειρα της κόρης μου. Για σύνελθε για άλλαξε μυαλά, δεν σηκώνω κουβέντα. Τέλος.
Λέγοντας την τελευταία του λέξει έκανε αυτό που έκανε πάντα άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Η Όλγα ξέσπασε σε λυγμούς, παρόλο που περίμενε αυτή την αντίδραση
« θα το παλέψω» μονολόγησε με πείσμα.
Είχε ανάγκη από καθαρό αέρα  ένα χέρι σαν τανάλια ένιωθε να  της σφίγγει τον λαιμό. Ντύθηκε, πήρε  μαζί και την αγαπημένη της σκυλίτσα για συντροφιά και κατηφόρισε το στενό δρομάκι πλάι από το σπίτι της .Τα φώτα του δρόμου δεν είχαν ανάψει ακόμα  γύρω της η υγρασία είχε νοτίσει την άσφαλτο. Ένιωθε το κορμί της να κολλάει. Μοναξιά και απελπισία αυτά τα συναισθήματα τα είχε νιώσει αρκετές φορές στην ζωή της. Οι εικόνες άρχισαν να τρέχουν, μπροστά στα μάτια της. Ένα απελπισμένο παιδί να κάθεται πάνω στα αμπαλαρισμένα κιβώτια με τα πράγματα της μετακόμισης και να κοιτάζει γύρω τα σημάδια από τα κάδρα που είχαν μείνει  στους άδειου τοίχους. Καθώς άδειαζαν οι γωνιές του σπιτιού άδειαζε και η ψυχή της και αυτός ο πόνος να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Τελευταία εικόνα, η μάνα της και η αδερφή της, πάλι άδεια συρτάρια, άδειες ντουλάπες άδειο το διπλανό της κομοδίνο. Βουβό το σπίτι σε κάθε της επιστροφή από το σχολείο, το φροντιστήριο, την κυριακάτικη βόλτα. Άνοιγε το ραδιόφωνο στην διαπασών, για να «σκοτώνει» την ησυχία καθώς έλεγε και μιλούσε με την σκυλίτσα της, την Τάμμυ, την μοναδική συντροφιά της.
-Είμαι παιδί ακόμα θεέ μου , θέλω να γελάω!!!!σαν μια κραυγή ξέφυγε από το στόμα της αυτή η φράση.



Ο Πέτρος Φωκάς ήταν  πεισματάρης δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Η Όλγα είχε κληρονομήσει τον χαρακτήρα του γι αυτό και οι συγκρούσεις τους ήταν αναπόφευκτες. Μετά τον χωρισμό του με την Ανθή, μια νέα γυναίκα μπήκε στη ζωή του η Βάνα. Ήταν καθηγήτρια αγγλικών και ιδιοκτήτρια του φροντιστηρίου που πήγαινε η Όλγα. Την είχε γνωρίσει όταν πήγε να ρωτήσει για την πρόοδο της κόρης του. Ο Πέτρος την ερωτεύτηκε. Ήταν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μικρότερή του, χωρισμένη και ανεξάρτητη. Περνούσαν πολλές ώρες μαζί παρόλο που ήξερε πως αυτό ήταν εις βάρος της Όλγας. Ένοιωθε ότι  την εγκατέλειπε  και αρκετά συχνά τον βασάνιζαν τύψεις.
«Εγώ είμαι υπεύθυνος για την συμπεριφορά της και τις αποφάσεις της» μονολόγησε «όμως είναι παιδί ακόμα, δεν έχει δικαίωμα να σηκώνει μπαϊράκι και να μου ανακοινώνει αποφάσεις, ακόμα δεν έσκασε απ το αυγό. Η μάνα τους φταίει για όλα» δικαιολόγησε την πρώτη του σκέψη. Τα αισθήματά του για την  Ανθή ήταν σχεδόν ξεκάθαρα την μισούσε γιατί του είχε καταστρέψει το σπιτικό του, του είχε στερήσει την μικρή του κόρη και τώρα θα έφευγε και η Όλγα. Ποτέ όμως δεν έψαξε να δει σε τι έφταιγε κι εκείνος. Ο εγωισμός του δεν τον άφηνε. Η Ανθή κοντά του είχε πάψει να νοιώθει γυναίκα εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν όμορφη όμως, ποτέ δεν την θαύμασε, δεν της έκανε έστω ένα κομπλιμέντο, δεν της χάρισε ένα χάδι, ακόμα και επετείους  είχε διαγράψει από την μνήμη του. Πάντα εκείνη του τις θύμιζε, εισπράττοντας την αδιαφορία του. Έτσι βρήκε διέξοδο στο χαρτί που σιγά -σιγά της έγινε πάθος. Ο Πέτρος Φωκάς δεν ήξερε να δίνει αγάπη ή ίσως να δείχνει αυτό που μπορεί να έκρυβε μέσα του. Ήταν σκληρός και απόλυτος. Η Βάνα  όμως είχε βρει τον τρόπο να τον κάνει παιχνιδάκι στα χέρια της. Ο Πέτρος Φωκάς για πρώτη φορά στη ζωή του φόρεσε τα ροζ γυαλιά του έρωτα πραγματικά.
Πνιγμένος στις σκέψεις του οδηγούσε το αυτοκίνητό του προς το σπίτι της Βάνας. Είχε αποφασίσει να ζητήσει διαζύγιο από την Ανθή. Ήθελε να ξαναπαντρευτεί. Η Βάνα είχε ανάγκη να κάνει δική της οικογένεια ήταν νέα, ήθελε δικά της παιδιά. Του το είχε πει ξεκάθαρα αν δεν είχε σκοπό να παντρευτούνε θα χώριζαν. Τώρα το θέμα της κόρης του τον είχε φέρει σε δίλημμα. Οι σπουδές της είχαν πρωτεύοντα ρόλο. Αν της μιλούσε για το δικό του ζήτημα ίσως η ρήξη τους να ήταν οριστική ίσως εκείνη να ακολουθούσε την δική της απόφαση χωρίς να μπορέσει να της αντισταθεί. Ήταν πεισματάρα κι αυτό ο Πέτρος το γνώριζε καλά. Μέσα του υπήρχε το αίσθημα της ντροπής δεν ήταν μεγάλος στην ηλικία, κάτι περισσότερο από σαράντα, όμως «όταν έχεις κόρη της παντρειάς δεν μπορείς να παντρολογιέσαι εσύ» σκεφτόταν. Πόσο μπερδεμένος ένιωθε…


-Άκουσε με Πέτρο, όσο κι αν θέλεις να πιστεύεις ότι η Όλγα είναι παιδί ακόμα, εγώ σου λέω ότι δεν έχεις δίκιο, μπορεί ο χωρισμός σου να την πλήγωσε όμως πιστεύω ότι την έχει κάνει πιο δυνατή  πιο ώριμη. Και κάτι που εσύ δεν ξέρεις, η κόρη σου έχει ένα δεσμό αρκετά χρονάκια. Δεν ξέρω αν κάνω καλά που σου το λέω όμως είναι η αλήθεια και θα ‘πρεπε  να την ξέρεις.
Ο Πέτρος κοίταξε την Βάνα αγριεμένος
-Πόσο καιρό το ξέρεις αυτό εσύ; Ρώτησε. Ποιος είναι; Γιατί δεν μου το έχεις πει; Οι ερωτήσεις έβγαιναν από το στόμα του η μια κατόπιν της άλλης χωρίς να περιμένει απάντηση. Είχε κοκκινίσει λες και μέσα του εξερράγει ηφαίστειο
-Πέτρο σύνελθε τι το κακό σου είπα; Νέα κοπέλα είναι τι πιο φυσιολογικό, ένα κορίτσι ερωτευμένο; με κάνεις να νιώθω άσχημα που σου μίλησα εγώ γι αυτό. Είπε η Βάνα σχεδόν φοβισμένα.
-Ώστε έτσι, έχει δεσμό και μάλιστα γνωστό «τοις πάσι» είπε κι εγώ ο ρεζίλης της κοινωνίας περπατάω και καμαρώνω. Θα την πατήσω κάτω, ακούς εκεί. Δεν με ξέρει καλά.
Η Βάνα τον κοίταζε γεμάτη απορία δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Είχε ακούσει την Όλγα πολλές φορές να λέει πόσο αυστηρός ήταν ο πατέρας της αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τον Πέτρο που γνώριζε αυτή, που της έκανε όλα της τα χατίρια να αντιδρά έτσι. Τον είδε να σηκώνεται να παίρνει το σακάκι του και να φεύγει .


Η Όλγα είχε ετοιμαστεί να πέσει για ύπνο όταν άκουσε το κλειδί στην πόρτα.
-Γύρισες μπαμπά; Φώναξε
Ο Πέτρος Φωκάς μπήκε στο σπίτι αγριεμένος
-Ώρα για εξηγήσεις δεσποινίς μου, είπε, πρόσεξε καλά θέλω όλη την αλήθεια εδώ και τώρα. Ποιος είναι;
Η Όλγα τον κοίταζε γεμάτη απορία. «Τι έμαθε άραγε;». Σκέφτηκε
-Τα ξέρω όλα, συνέχισε, αυτός μας άλλαξε τα μυαλά; Αφήνουμε τις σπουδές μας, το μέλλον μας για έναν αλήτη; Απαιτώ να μάθω ποιος είναι και θα του δείξω εγώ του τάχα ερωτευμένου καραγκιόζη που ξεμυαλίζει κάτι ηλίθιες σαν κι εσένα πουλώντας τους έρωτες. Θα σε πατήσω κάτω μυξιάρικο που θες αγάπες αντί να κοιτάζεις το σχολείο σου. Ποιός είναι λέγε.
Με τις τελευταίες λέξεις όρμησε και άστραψε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο της. Η ‘Όλγα πετάχτηκε πίσω και φώναξε.
-Παράτα με!!! Δεν πρόκειται να σου πω τίποτα.  Θα φτιάξω τη ζωή μου  όπως τη θέλω εγώ και ξέσπασε σε λυγμούς. Τρέχοντας μπήκε στο δωμάτιο της κλειδώνοντας πίσω της την πόρτα.
-Δεν τελειώσαμε. Άκουσε πίσω της την φωνή του πατέρα της.
                       *****************

Αγαπημένη μου Νανά
Είναι περασμένα μεσάνυχτα δεν έχω σε ποιόν  να μιλήσω,  νιώθω πολύ δυστυχισμένη. Σήμερα ο μπαμπάς ‘έμαθε για τον Μάνο δεν ξέρω από πού, όμως γυρνώντας στο σπίτι, μου μίλησε πολύ άσχημα και μάλιστα με χαστούκισε κιόλας. Φοβάμαι μήπως πάει στους γονείς του, μήπως τον απειλήσει ή και τον χτυπήσει ακόμα. ‘Αχ! Νανά μου γιατί δεν μπορεί να με καταλάβει; Τι κακό κάνω; Εκείνος δεν αγάπησε όταν ήταν νέος; Δεν είχε μια πρώτη αγάπη στη ζωή του, μια αγάπη που δεν ξέχασε ποτέ; Αφού όλοι λένε ότι η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται γιατί όταν μεγαλώσουν δεν μπορούν να μας καταλάβουν;   Μήπως νομίζει ότι με τις απειλές του θα με κάνει να τον αγαπώ λιγότερο;
Πόσο πολύ θα ήθελα να ήσουν εσύ εδώ κοντά μου, δεν μπορώ να συνηθίσω να βλέπω το άδειο σου κρεβάτι, όταν ήσουν εδώ δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο απαραίτητη,  μου ήταν η παρουσία σου, τα γέλια μας τ’ αστεία μας, ακόμα και οι τσακωμοί μας. Θυμάσαι, όταν μου έπαιρνες τα ρούχα μου και τα φορούσες ή τα παπούτσια μου κι εγώ νευρίαζα, σε κυνηγούσα κι έτρεχες να κρυφτείς πίσω από τη μαμά ζητώντας την βοήθεια της; Ή όταν ήθελα να βγω με τις φίλες μου που έλεγες « θα ‘ρθω  μαζί σου» κι εγώ η χαζή δεν σε ήθελα… Αχ! Μακάρι  τώρα να σε είχα κοντά μου και όλα δικά σου. Όλα, όλα, όλα. Σ’ αγαπώ και μου λείπεις . 
Οι τελευταίες λέξεις του μπαμπά πριν κλειστώ στο δωμάτιο μας ήταν « δεν τελειώσαμε….» δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ! Μην πεις τίποτα της μαμάς, θα σου γράψω πάλι.
                                  Σ’ αγαπώ πολύ

                     *******************                                                                Φιλάκια πολλά
  

Σίγουρα ο Πέτρος Φωκάς  δεν θα είχε τελειώσει εκεί, αν την επομένη δεν έφτανε σήμα από την υπηρεσία του. Μετάθεση στην Κύπρο… Ήταν καλοκαίρι του 1973. Η Αθήνα ένα καζάνι που έβραζε, το φοιτητικό κίνημα είχε ξεκινήσει ενάντια στην χούντας. Οι ειδήσεις που έφταναν στο νησί συγκεχυμένες ο πατέρας της ποτέ δεν μιλούσε στο σπίτι για πράγματα που αφορούσαν την δουλειά του.
                                                                                                
Οι μέρες κύλισαν γρήγορα με ετοιμασίες και μαζέματα για την αναχώρηση τους. Ο Πέτρος Φωκάς για την Κύπρο και η Όλγα για την Αθήνα. Ο Μάνος είχε μείνει μετεξεταστέος σε ένα μάθημα και θα έμενε πίσω να διαβάσει το καλοκαίρι.
-Θα σου γράφω κάθε μέρα, υποσχέθηκε στην Όλγα,  στο post restant και συ το ίδιο. Σε δυο μήνες θα είμαστε πάλι μαζί.
Η Όλγα έκλαψε μέσα στην αγκαλιά του. Έβλεπε  τον εαυτό της, την ζωή της σαν ένα φτερωτό πουλί που ήταν αναγκασμένο να πετάει συνέχεια  χωρίς να μπορεί να ξαποστάσει κουρνιάζοντας σ’ ένα ήσυχο κλαδί.

                    ********************                                     

   -Μαμά φεύγω, φώναξε η Νάνα έχω φροντιστήριο και ίσως αργήσω. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά πριν προλάβει η Ανθή να ρωτήσει περισσότερα.
Πριν τρεις μήνες είχε γνωρίσει τον Δημήτρη ήταν φοιτητής στη Νομική και οργανωμένος στον φοιτητικό αγώνα ενάντια στην χούντα. Η Νανά έτρεχε μαζί του στις πορείες. Τον άκουγε να της μιλάει για πράγματα που μέχρι τώρα της ήταν άγνωστα, για την ελευθερία του ατόμου, για την δημοκρατία, για τα «καθίκια» τους στρατιωτικούς, όπως τους έλεγε που είχαν αφαιρέσει από τον λαό τα δικαιώματα του, την ανεξαρτησία, τον λόγο. Η Νανά δεν είχε τολμήσει να του πει ότι ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός. Απλά τον ακολουθούσε φωνάζοντας συνθήματα. Κοντά του έπαιρνε δύναμη και κουράγιο Ένιωθε ότι γινόταν αυτό που θα ήθελε να είναι και που δεν τολμούσε.
-Δημήτρη, του είχε πει  νιώθω πως είσαι ο καλός μου  άγγελος, αυτός που ήρθε κοντά μου να με βοηθήσει να ανοίξω τα δικά μου τα  φτερά.
Ο Δημήτρης έμενε σε μια γκαρσονιέρα στα Ηλύσια μαζί με άλλους δυο συμφοιτητές του. Είχε έρθει από την επαρχία .Οι γονείς του ήταν αγρότες, φτωχοί άνθρωποι,  με άλλα τρία παιδιά μικρότερα από εκείνον. Δεν μπορούσαν να του προσφέρουν καμία οικονομική βοήθεια. Ήταν αναγκασμένος να δουλεύει για να βγάζει τα έξοδά του. Αγαπούσε την μουσική, έπαιζε κιθάρα, και τραγουδούσε τα βράδια σε μια ταβερνούλα στην γειτονιά, ένα κουτουκάκι που μαζεύονταν φοιτητόκοσμος. Τις Κυριακές τα πρωινά μοίραζε εφημερίδες στο κέντρο της Αθήνας. Τις περισσότερες φορές πήγαινε μαζί του και η Νανά. Ήταν τόσο χαρούμενο και γελαστό παιδί, λες και η ζωή γι αυτόν ήταν μόνο χαρές. Έλαμπε το πρόσωπό του από αισιοδοξία .

                      ******************          
 


Νοέμβρης μήνας. Η Όλγα είχε γυρίσει από το ταχυδρομείο στην τσάντα της είχε το γράμμα του Μάνου. Κλείστηκε στο δωμάτιο της και άρχισε να το διαβάζει.

« Αγαπούλα γεια σου,
Σου γράφω βιαστικά, ήρθε το πρωί το χαρτί μου να παρουσιαστώ στον στρατό. Δεν ξέρω τι να κάνω, ο πατέρας μου πιστεύει ότι πρέπει να μην ζητήσω αναβολή. Να παρουσιαστώ, για να ξεμπερδεύω, θέλω τη γνώμη σου  γράψε μου σύντομα.

                                                         Σ’ αγαπώ πολύ,

«Γράμμα είναι αυτό ή τηλεγράφημα; Κι εγώ τΙ πρέπει να κάνω;» μουρμούρισε
Αισθάνθηκε λίγο ενοχλημένη, από το καλοκαίρι που είχε γυρίσει στην Αθήνα, αλληλογραφούσαν καθημερινά. Σε όλα τα γράμματά του της έγραφε… σε δέκα μέρες θα έρθω… την άλλη εβδομάδα έρχομαι… και η μια αναβολή διαδεχόταν την άλλη. Η ‘Όλγα ήξερε ότι ήταν το οικονομικό στη μέση και βέβαια η διαμονή του στην Αθήνα. Αλλιώς τα είχαν σχεδιάσει, τώρα, οι δυσκολίες η μια διαδεχόταν την άλλη. Πέταξε το γράμμα πάνω στο κρεβάτι της. Τι θα μπορούσε να του απαντήσει; Ήταν όλα τόσο δύσκολα. Στους δρόμους δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις Η Ομόνοια, η Πατησίων, το Πολυτεχνείο απλησίαστα. Φωτιές, πέτρες, και σφαίρες διέσχιζαν τον αέρα. Οι φοιτητές είχαν κλειστεί μέσα στο Πολυτεχνείο και παντού αντηχούσαν συνθήματα.
«Ψωμί- παιδεία- Ελευθερία», «Κάτω η χούντα». Ο ραδιοφωνικός σταθμός  «Εδώ Πολυτεχνείο» καλούσε όλους τους πολίτες να ενωθούνε και να αγωνιστούνε ενάντια του καθεστώτος .
Όλος ο κόσμος  παρακολουθούσε με κομμένη  την ανάσα τις εξελίξεις   που δεν άργησαν. Στις 17 Νοεμβρίου τα τανκς εισέβαλαν στο χώρο του Πολυτεχνείου γκρέμισαν την πόρτα και έπνιξαν στο αίμα την εξέγερση των φοιτητών. Η Νανά μαζί με τον Δημήτρη ήταν μέσα. Ο Δημήτρης ήταν ένα από τα θύματα. Ξυλοκοπήθηκε και με αιμάτωμα στο κεφάλι, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Ένας Γολγοθάς ξεκίνησε για την Νανά, έμενε μέρα νύχτα κοντά του, κρατώντας του το χέρι. Οι γιατροί δεν είχαν δώσει σχεδόν καμία ελπίδα. Η Όλγα έβλεπε την απελπισία στα μάτια της αδερφής της και πονούσε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κάνει κάτι να απαλύνει τον πόνο της. Ο Δημήτρης, άφησε την τελευταία του πνοή στον Ευαγγελισμό πέντε ημέρες αργότερα. Ο άδικος χαμός του, στοίχισε στην Νανά την υγεία της. Για πολλούς μήνες πεταγόταν στον ύπνο της, ζούσε με εφιάλτες και αναπόφευκτα ακολούθησαν τα ψυχοφάρμακα. Η κυρία Ανθή εγκατέλειψε την πράσινη τσόχα και έγινε η σκιά της. Θεώρησε τον εαυτό της υπεύθυνο για αυτό που περνούσε το παιδί της.


Ο Μάνος παρουσιάστηκε στο στρατό. Όταν πήρε την μετάθεσή του για τα σύνορα, η Όλγα κατάφερε να τον δει για λίγο. Η καρδιά της ήταν βαριά, η χαρά και η λαχτάρα της είχαν κάνει φτερά Είχε ανάγκη από την παρουσία του ανθρώπου που αγαπούσε κι εκείνος έφευγε…Τις λίγες στιγμές που βρέθηκε στην αγκαλιά του ένοιωσε παγωμένη, προσπάθησε όσο μπορούσε να το κρύψει, δεν ήθελε να φύγει πληγωμένος.
-Να με περιμένεις της είπε
                                                       
          Απογοητευμένη από όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω της άφησε τον χρόνο να κυλήσει. Προτεραιότητα  είχε η υγεία της Νανάς. Περνούσε ώρες πολλές κοντά της έβγαιναν οι δυό τους βόλτες, πήγαιναν θέατρο, σινεμά, σε κάποια κυριακάτικα μουσικά πρωινά.
Μετά από τέσσερεις μήνες γράφτηκε σε σχολή γραμματέων και παράλληλα εργαζόταν σε μια διαφημιστική εταιρεία. Ήταν ευχαριστημένη έκανε καινούργιους φίλους και άρχισε πάλι να προσαρμόζεται στον νέο τρόπο ζωής. Ο Μάνος της έγραφε καθημερινά κι εκείνη τον περίμενε να τελειώσει. Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος. Η Νανά είχε ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό και συνέχιζε κανονικά το σχολείο της.

                      **********************                                           

Ο Πέτρος Φωκάς έφτασε με την πτήση των 12 στην Αθήνα μαζί με την Βάνα. Ήταν η πρώτη φορά που επέστρεφε μετά από τόσο καιρό. Είχε να δει τις κόρες του σχεδόν δυο χρόνια. Με την Όλγα μιλούσε συχνά στο τηλέφωνο, η Νανά δεν ήθελε να του μιλήσει, μέσα της τον είχε απορρίψει. Όλους τους στρατιωτικούς τους θεωρούσε υπεύθυνους για τον θάνατο του Δημήτρη.
-Θα μείνουμε στο ξενοδοχείο είπε στην Βάνα Εγώ θα συναντηθώ με την Όλγα και ίσως με την Ανθή. Πρέπει να μιλήσουμε για το διαζύγιο.
Ο Πέτρος Φωκάς είχε πάρει την απόφαση  να ξαναπαντρευτεί. Τηλεφώνησε στην Όλγα και της ζήτησε να συναντηθούνε. Καθώς την είδε να έρχεται από μακριά δεν την γνώρισε, το κοριτσάκι του είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα.
-Μπαμπά! Φώναξε χαρούμενη η Όλγα και έπεσε στην  αγκαλιά του
-Για να σε δω, βρε τι κορίτσαρος έγινες εσύ! Της είπε εκείνος θαυμάζοντάς την. Έλα να καθίσουμε κάπου να τα πούμε .
Μίλησαν ώρα πολύ για πολλά. Η Όλγα δεν του είπε όμως τίποτα για την Νανά. Ούτε εκείνος την ρώτησε για τον Μάνο.
-Κορίτσι μου της είπε στο τέλος ξέρεις… αποφάσισα να ξαναφτιάξω τη ζωή μου…να ξαναπαντρευτώ, και θα θελα να ξέρω αν συμφωνείς κι εσύ.
Η Όλγα ένιωσε σαν να δέχτηκε ένα γερό χαστούκι ακούγοντας την τελευταία φράση του πατέρα της όμως δεν έδειξε τίποτα τον κοίταξε ίσια στα μάτια και είπε:
-Δική σου είναι η ζωή, εσύ αποφασίζεις.
-Σ ευχαριστώ Όλγα, ψιθύρισε και ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. Τι λες θα συμφωνήσει η μητέρα σου για το διαζύγιο;
-‘Άστο σε μένα. Του είπε κοφτά και σηκώθηκε από την καρέκλα της.
Όταν χώρισαν με τον πατέρα της η Όλγα περπάτησε ώρα πολύ με χιλιάδες σκέψεις μέσα στο μυαλό της .
«και να σκεφτεί κανείς πως με την μητέρα μου παντρευτήκανε με τρελό έρωτα» μονολόγησε. Αμέσως στη σκέψη της ήρθε ο Μάνος. «λες να καταντήσουμε κι εμείς έτσι μια μέρα;»
Η κυρία Ανθή δεν έφερε καμιά αντίρρηση για το διαζύγιο. Του ζήτησε μόνο να γράψει την περιουσία που ανήκε στα παιδιά τους στο όνομά τους. Συμφώνησαν, και ο Πέτρος Φωκάς ελεύθερος πια ξεκίνησε τις ετοιμασίες του γάμου του. Η Βάνα απέδειξε ότι ήταν πραγματικά ερωτευμένη μαζί του αφού για χάρη του έκλεισε το φροντιστήριο της στα Χανιά και ήρθε μαζί του στην Αθήνα. Σε ένα χρόνο η Όλγα απέχτησε και ένα χαριτωμένο αδερφό, με τη Βάνα διατήρησαν καλές σχέσεις ενώ η Νανά δεν την δέχτηκε ποτέ.


Ο Μάνος το καλοκαίρι ήρθε με μετάθεση στην Αθήνα  Η Όλγα ένιωθε πολύ ευτυχισμένη που ήταν πάλι μαζί, σε λίγους μήνες θα απολυόταν, ο θείος του, του είχε υποσχεθεί δουλειά  αμέσως, κι έτσι θα μπορούσαν να κάνουν πραγματικότητα το όνειρο τους, να παντρευτούν.
Ο πρώτος καιρός κυλούσε ήρεμα, σιγά- σιγά όμως η συμπεριφορά του Μάνου άρχισε να αλλάζει. Προσπαθούσε να αποκόψει την Όλγα από τους φίλους της, της έκανε σκηνές ζήλιας. Τι ώρα γύριζε, τι θα φορούσε, με ποιόν μιλούσε. Εκείνη προσπάθησε να τον ενσωματώσει με την δική της παρέα όμως ο Μάνος ένιωθε παρείσακτος. Άρχισαν τα καβγαδάκια, κι  οι γκρίνιες. Της Όλγας της άρεσε να διασκεδάζει, να ντύνεται μοντέρνα με ακριβά ρούχα, και η μιζέρια του Μάνου την ενοχλούσε. Οι φίλοι της είχαν αυτοκίνητα, πήγαιναν θέατρο, σινεμά, κι εκείνος την πήγαινε βόλτα με τα πόδια και με ένα σακουλάκι στραγάλια, αράζανε σε κάποιο παγκάκι. Τον πρώτο καιρό έκανε υπομονή. Αργότερα άρχισε να του λέει ψέματα ότι ήταν κουρασμένη, ότι ήταν άρρωστη η μαμά της, και έβγαινε κρυφά με τους φίλους της. Ο Μάνος δεν άργησε να το καταλάβει ‘Ένα βράδυ καθώς γύριζε, τον είδε να την περιμένει έξω από το σπίτι της. Πάγωσε. Ο Μάνος μόλις την είδε να έρχεται έκανε μεταβολή και έφυγε χωρίς να της πει λέξη. Μάταια προσπάθησε την άλλη μέρα και την άλλη να τον δει, να του εξηγήσει, δεν δέχτηκε κουβέντα. Όταν απολύθηκε έφυγε αμέσως για την Κρήτη. Η Όλγα έκλαψε πολύ, δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Αν μ’ αγαπούσε έπρεπε να με διεκδικήσει» έλεγε « έπρεπε να μ’ ακούσει». Του έστειλε γράμματα, προσπάθησε να τον βρει στο τηλέφωνο, καμία  απάντηση. Με την πίκρα στα χείλη συνέχισε την ζωή της, ένιωθε τύψεις και οργή, Τόσα χρόνια και τόσα όνειρα γκρεμίστηκαν σε μια στιγμή. Τα γιατί της έμειναν αναπάντητα, δεν μπορούσε να καταλάβει την στάση του. Ζούσε τόσα χρόνια με έναν άνθρωπο που έλεγε ότι την αγαπούσε, την λάτρευε κι όμως έφυγε μακριά της με τόση ευκολία…  

       Τον Μάνο δεν τον ξαναείδε. Η Νανά έδωσε εξετάσεις και μπήκε στη Νομική, η σκιά του Δημήτρη δεν έφυγε από δίπλα της. Συχνά πήγαινε στον τάφο του και του άφηνε λουλούδια. Τέλειωσε τις σπουδές της και με σκληρή δουλειά μέσα σε λίγα χρόνια έγινε μια από τις πιο γνωστές δικηγόρους της Αθήνας
 « Ότι είμαι το χρωστάω στο Δημήτρη» έλεγε και δεν παντρεύτηκε ποτέ, παρόλα τα προξενιά που κατά καιρούς της έφερναν οι γνωστοί και οι φίλοι. Η Όλγα τρία χρόνια αργότερα γνωρίστηκε με  τον Νίκο. Για αρκετό καιρό  ο Μάνος δεν μπορούσε να φύγει από την σκέψη της . Το βλέμμα του την κυνηγούσε. Κουβαλούσε ενοχές και τύψεις. Αυτό που ήθελε ήταν να μπορούσε να του ζητήσει συγνώμη… Δεν είχε κάνει δα και κανένα έγκλημα για να της φερθεί τόσο σκληρά… Ο Νίκος την βοήθησε να ξεχάσει, ήταν συνάδελφος της Νανάς γλυκός και ήρεμος, όταν της πρότεινε να παντρευτούν η Όλγα δέχτηκε χωρίς να είναι ερωτευμένη μαζί του, η σχέση τους βασιζόταν στην αλληλοεκτίμηση και το σεβασμό!

-Νανά, έχεις χρόνο να έρθεις μαζί μου ; θα κατέβω στον Πειραιά για κάτι τελευταία ψώνια.
-Αδύνατον! Πρέπει σε μια ώρα να είμαι στο δικαστήριο.
Η Όλγα πήρε την τσάντα της και κατέβηκε τρέχοντας σχεδόν τις σκάλες. Αυτός ο μήνας ήταν ο πιο κουραστικός της ζωής της. Είχε ζητήσει άδεια άνευ αποδοχών από το γραφείο της και έτρεχε για τις ετοιμασίες του γάμου της. Η Νανά και ο Νίκος είχαν ελάχιστο χρόνο ελεύθερο και έτσι έπρεπε να τα τακτοποιήσει όλα σχεδόν μόνη της.
Βγήκε από το λεωφορείο και προχώρησε προς τον κεντρικό δρόμο χαζεύοντας τις βιτρίνες. Ξαφνικά ένοιωσε ένα χέρι να την ακουμπά στον ώμο και μια γνώριμη φωνή να προφέρει το όνομά της.
-Όλγα!
-Μαρία! Φώναξε γεμάτη χαρά και έκπληξη μαζί.
Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Είχαν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια  χωρίς να έχει νέα η μια για την άλλη κι όμως στο σχολείο ήταν αχώριστες. Η πρώτη  αυθόρμητη σκέψη της Όλγας ήταν να ρωτήσει για τον Μάνο. Συγκρατήθηκε. Άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις η μια στην άλλη.
-Πως βρέθηκες εδώ; Ρώτησε η Όλγα
-Παντρεύτηκα και έχουμε έρθει όλη η οικογένεια πια στον Πειραιά και οι γονείς μου και ο Μάνος. Περιμένω και μωρό. Της είπε χαμογελώντας  η Μαρία πιάνοντας τη κοιλιά της. Λίγο πιο κάτω μένω και θα έρθεις οπωσδήποτε μαζί μου να πιούμε καφέ στο σπίτι. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε. Θέλω να μάθω νέα σου και πάνω απ όλα να μου πεις τι συνέβη με το Μάνο και χωρίσατε. Ούτε εγώ, ούτε η μητέρα μου μπορέσαμε να του αποσπάσουμε καμία πληροφορία. Ήταν πολύ πληγωμένος και δεν σήκωνε κουβέντα. Έλα πάμε!
-Μα!...
-Δεν έχει μα… Η Μαρία επέμεινε.
Η Όλγα χωρίς να ξέρει το γιατί την ακολούθησε και δεν της ανέφερε τίποτα για τον προσεχή γάμο της. Μια κρυφή ελπίδα μέσα της σπινθηροβολούσε να συναντήσει τον Μάνο
Πέρασαν σχεδόν δύο ώρες χωρίς να το καταλάβουν με κουβεντούλα και νέα από τους κοινούς γνωστούς τους, που της αράδιασε η Μαρία.
 Είχε νυχτώσει όταν άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε ο Μάνος. Έκπληκτός αλλά και μουδιασμένος την καλησπέρισε. Η Όλγα ένοιωσε ότι είχε μπροστά της ένα μικρό θεό που λάτρευε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του, να φιλήσει τα χείλη του και να νιώσει την ανατριχίλα που της προκαλούσε πάντα κάθε του φιλί. Ο Μάνος,  ο δικός της Μάνος στεκόταν εκεί μπροστά της, χωρίς να μπορεί να τον αγγίξει. Μια ανατριχιαστική σιγή ακολούθησε. Η Μαρία προσπάθησε να ζεστάνει την παγωμένη ατμόσφαιρα.
-Όλγα, τώρα που ήρθε κι ο Μάνος θα κάτσεις να πιούμε ένα κρασάκι. Πάω να ετοιμάσω κάτι. Είπε και σηκώθηκε
-Είναι αργά! Ψιθύρισε η Όλγα παίρνοντας την τσάντα της. Πρέπει να πηγαίνω.
-Στάσου! Έχει νυχτώσει και βρέχει θα σε πάει ο Μάνος μέχρι τη στάση.
Η Όλγα δεν είπε τίποτα ήταν κάτι που το ήθελε πολύ ίσως να το ευχόταν κιόλας. Βγήκαν μαζί, σχεδόν αμίλητα προχώρησαν αρκετά μέτρα κάτω από την ομπρέλα του.
-Τα νέα σου! Την ρώτησε ο Μάνος
Η Όλγα τον κοίταξε χαμογελώντας.
-Τίποτα το σπουδαίο. Δουλειά, σπίτι! Εσύ μου είπε η Μαρία τακτοποιήθηκες κοντά στο θείο σου…. Γύρισε απότομα προς το μέρος του. Γιατί Μάνο έφυγες χωρίς να μ’ αφήσεις να σου εξηγήσω;….
-Μην πεις τίποτα! Της είπε σταματώντας στη μέση του δρόμου.
Η Όλγα εκείνη την στιγμή ένοιωσε πόσο πληγωμένος ήταν ακόμα μετά από τόσο καιρό.
-Μάνο! Σιγοψιθύρισε κοιτάζοντας τον στα μάτια και πέφτοντας στην αγκαλιά του.
Εκείνος την τράβηξε στην άκρη του δρόμου. Φιλήθηκαν αμέτρητες φορές  με την ίδια φλόγα της εφηβείας τους. Με το πάθος της νιότης τους να καίει τα κορμιά τους, με τον έρωτα τους να ζητάει ολοκλήρωση. Περπάτησαν μέσα στην βροχή αγκαλιασμένοι, ώρες, χωρίς προορισμό. Η Όλγα φεύγοντας του υποσχέθηκε ότι θα τον έπαιρνε τηλέφωνο την επομένη.
Η νύχτα της, ήταν ένας εφιάλτης, μια νύχτα γεμάτη ευτυχία και παράλληλα τύψεις. Σε λιγότερο από ένα μήνα θα γινόταν ο γάμος της, ακόμα και τα προσκλητήρια είχαν σταλεί.  Τι μπορούσε να κάνει; Έφερε στο μυαλό της την Χρύσα, τον πόνο που είχε περάσει, την ντροπή που είχε νιώσει, την απογοήτευση. Τότε η ίδια η Όλγα είχε καταδικάσει τον Σήφη για το κακό που είχε προκαλέσει στην φίλη της. Τώρα πως μπορούσε να αφήσει τον Νίκο;  Αυτό που της είχε συμβεί δεν τολμούσε ούτε στη Νανά να το πει. Έπρεπε να το θάψει μέσα της. Έπρεπε να μην ξαναδεί τον Μάνο… έπρεπε να τον πληγώσει για άλλη μια φορά.
-Σκατά τα ‘κανες πάλι! Είπε με κακία στον εαυτό της.


Όσο πλησίαζαν οι μέρες του γάμου  η Όλγα γινόταν όλο και περισσότερο νευρική, όλοι την δικαιολογούσαν «από την κούραση είναι», « έτσι γίνεται πάντα»,» «άμα τελειώσουν όλα, θα ηρεμήσεις» της έλεγαν. Είχε σηκώσει εκατοντάδες φορές το τηλέφωνο και το έκλεινε πάλι.
« τι πάω να κάνω;» σκεφτόταν « δεν έχω το δικαίωμα να το κάνω αυτό στον Νίκο…» Και ο Μάνος;  Ο μεγάλος έρωτας της ζωής της; Έπρεπε να τον αρνηθεί; Πάλευε  τις  νύχτες με τις τύψεις της, γέμιζε το μαξιλάρι της με καυτά δάκρυα, δεν μπορούσε να νιώσει την ευτυχία που έπρεπε. Ήθελε τρελά να πάει κοντά στο μεγάλο της έρωτα τον πρώτο και μοναδικό της ζωής της.
                                                                                                
«Πως θα μπορέσω να κάνω ευτυχισμένο τον Νίκο όταν η σκέψη μου θα είναι σε κείνον;» αναρωτιόταν
Τελικά, έσφιξε την καρδιά της και ακολούθησε την λογική.

                           ****************

                                                                                                
Τα χρόνια πέρασαν, ο  Νίκος ήταν ένας καλός, ευγενικός, πιστός σύντροφος, ζούσαν όμορφα, την ευτυχία τους συμπλήρωσαν δυο χαριτωμένα παιδιά, τα παιδιά μεγάλωσαν και εκείνη επίσης το ίδιο. Ο Μάνος είχε σβήσει πια από την μνήμη της και ξαφνικά ήρθε αυτό το όνειρο να την αναστατώσει, ήταν τόσο ζωντανό. Ένιωσε ότι έπρεπε να τον αναζητήσει να πάρει την συγνώμη που δεν του ζήτησε ποτέ. Ο Μάνος είχε κρατήσει  για πάντα ένα κομμάτι από τον εαυτό της.

                    *****************
                                                                                                
Σηκώθηκε πρωί - πρωί, πήρε  τις πληροφορίες και ζήτησε το τηλέφωνο του.  Έμαθε ότι, ήταν εκτελωνιστής με δικό του γραφείο στον Πειραιά.
 Σχημάτισε δειλά τον αριθμό
-Παρακαλώ ακούστηκε από την άλλη άκρη μια αντρική φωνή.
-Είσαι ο Μάνος; Τόλμησε να ρωτήσει.
-Όχι ο Μάνος είναι στα Γιάννενα, έχει πάει να γράψει την κόρη του στο πανεπιστήμιο. Να σας δώσω το κινητό του. Σημειώστε 693…….
-Ευχαριστώ!
Σημείωσε το τηλέφωνο στο χαρτί που είχε δίπλα της.
« Ο Μάνος παντρεμένος, με κόρη στο πανεπιστήμιο» μονολόγησε «θα μπορούσε να ήταν η δικιά μας κόρη»
Πήρε το κινητό της και άρχισε να γράφει ένα μήνυμα «ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ επιστρέφει…» το έκλεισε. Όχι δεν είχε το κουράγιο να το κάνει. Έπρεπε να το σκεφτεί καλά.  ‘Ήθελε τόσο πολύ να τον δει πάλι. Προσπαθούσε να φέρει την μορφή του στην μνήμη της, το πρόσωπο του, τα μάτια του, αυτά τα μάτια που είχε κάποτε λατρέψει, τα πλούσια καστανά του μαλλιά, το αθλητικό του σώμα… Η εικόνα που είχε μπροστά της ήταν ενός νέου εικοσάχρονου  πόσο άραγε θα είχε αλλάξει; Άρχισε να την αλλοιώνει  αραίωσε το μαλλί, γκριζάρισε τους κροτάφους, μερικά κιλά επιπλέον, ίσως κάποια γυαλιά πρεσβυωπικά στην άκρη της μύτης,…
« τι σημασία έχει, σκέφτηκε, μήπως εγώ δεν έχω αλλάξει; Η προσωπικότητα, και οι εκφράσεις δεν αλλάζουν, ούτε σίγουρα και τα λατρεμένα λακκάκια που σχηματίζονταν στα μάγουλα του όταν χαμογελούσε θα έχουν χαθεί.» Χαμογέλασε με τις σκέψεις της.

Πέρασαν δέκα ημέρες η Όλγα δεν μπορούσε να βρει ησυχία, σχημάτισε πάλι τον αριθμό.
-Τον Μάνο θα ήθελα παρακαλώ..
-Ο ίδιος. Ποια είσθε;
Η ίδια γνώριμη φωνή αντήχησε στα αυτιά της,  σαν να μην είχε περάσει ούτε  μια μέρα. Ένοιωσε  την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα. Ακολούθησε η σιγή της αμηχανίας
-Δεν σου λέει τίποτα η φωνή μου; ρώτησε
-Θα πρεπε;
-Είμαι η Όλγα. είπε αποφασιστικά.
-Ορίστε;
-Σίγουρα δεν το περίμενες αυτό το τηλεφώνημα.
-Ομολογώ πως όχι !
Η φωνή του ήταν σταθερή και δεν πρόδιδε κάποια έκπληξη όπως περίμενε η Όλγα
Σιγά-σιγά άρχισε να σπάει ο πάγος Ο Μάνος ήταν φειδωλός. Ή Όλγα μιλούσε, η μια ερώτηση διαδεχόταν την άλλη προσπαθώντας να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για την ζωή του.  Ο Μάνος αντιθέτως, απαντούσε χωρίς να κάνει ερωτήσεις. Είχε παντρευτεί, είχε δύο κόρες φοιτήτριές, ήταν καλά και όπως της είπε ευτυχισμένος.
-Θα ‘θελες να τα πούμε από κοντά; Τον ρώτησε Υπάρχει κάτι που θέλω να σου ζητήσω και δεν λέγετε από το τηλέφωνο. Τι λες;
                                                                                                
Ο Μάνος γέλασε… και αρνήθηκε. Την συγνώμη που τόσο πολύ είχε ανάγκη η Όλγα τώρα ήξερε πως δεν θα την έπαιρνε ποτέ.
Έκλεισε το τηλέφωνο με την πίκρα ζωγραφισμένη στα χείλη.
-Αχ! Γιατί βρε Μάνο μονολόγησε, γιατί…..
Έμεινε καρφωμένη στην θέση της αρκετή ώρα. Την αντίδρασή του αυτή σίγουρα δεν την περίμενε. Θέλοντας να διώξει της ερινύες που είχαν ξυπνήσει μέσα της και την βασάνιζαν τον τελευταίο καιρό, προσπάθησε μετά την  άρνησή του, να πείσει τον εαυτό της ότι ο Μάνος  ίσως να μην την αγάπησε ποτέ, αφού δεν μπόρεσε μετά από τόσα χρόνια να ξεπεράσει τον πληγωμένο του εγωισμό και να δεχτή την συγνώμη της.
                   ********************
Ο Μάνος άναψε τσιγάρο και ξάπλωσε στην πολυθρόνα του γραφείου του.
« Η Όλγα, ποιος το περίμενε…»
Είχε πολλά χρόνια να την φέρει στο μυαλό του. Προσπάθησε να θυμηθεί το πρόσωπό της. Ναι ,είχε όμορφα πλούσια πυρόξανθα μαλλιά και τα μάτια της  είχαν ένα μπλε χρώμα που σε τραβούσαν σαν μαγνήτης. Μακριές  πυκνές βλεφαρίδες και… ναι, θυμόταν  τα κατάλευκα δόντια της, που της χάριζαν ένα υπέροχο χαμόγελο.
Γύρισε αρκετά χρόνια πίσω σ’ εκείνη την τελευταία νύχτα που περπάτησαν αγκαλιασμένοι στην βροχή……                                                                                                       
Όταν  χώρισαν  γύρισε στο σπίτι μεθυσμένος από ευτυχία. Ένοιωθε πως ήταν ακόμα ερωτευμένος μαζί της. Την άλλη μέρα περίμενε τηλεφώνημα της. Οι ώρες περνούσαν μα εκείνη δεν έπαιρνε και την επομένη το ίδιο. Πέρασε μια βδομάδα ελπίζοντας πως θα χτυπούσε το τηλέφωνο και θα ήταν εκείνη. Για άλλη μια φορά τον είχε κοροϊδέψει.  Η αγάπη του έγινε οργή ίσως και μίσος. Προσπάθησε να την ξεχάσει, να πείσει τον εαυτό του πως δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή του. Δούλευε πολλές ώρες στο γραφείο, έβγαινε καθημερινά με φίλους, ήθελε να ξεχάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ένιωθε ηλίθιος που την πίστεψε για μια ακόμη φορά.
Στη ζωή του  μετά από λίγο ήρθε η Φωτεινή, η γυναίκα του. Ο πατέρας της είχε το κυλικείο στο μέγαρο που ήταν το γραφείο του θείου του. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο, και το καλοκαίρι ήρθε να βοηθήσει τον πατέρα της. Έγιναν φίλοι και σιγά- σιγά  η φιλία τους κατέληξε σε σχέση. Η Φωτεινή ήταν ήρεμο κορίτσι, ακολουθούσε τα θέλω του Μάνου και τον έκανε να νιώθει δυνατός, κυρίαρχος. Το αντίθετο από την Όλγα. Εκείνη, στην σχέση τους ήταν η δυνατή, η αποφασιστική, ο Μάνος ακολουθούσε.
Ένα χρόνο αργότερα η Φωτεινή έμεινε έγκυος, αποφάσισαν να παντρευτούνε. Πέρασαν δύσκολα χρόνια με στερήσεις με αγώνα, με οικονομικές δυσκολίες. Η Φωτεινή τον στήριζε, τον φρόντιζε. Η κόρη τους όταν γεννήθηκε, ήταν γι αυτούς  η χαρά τους.  Σε δυο χρόνια άλλο ένα κοριτσάκι ήρθε να συμπληρώσει την ευτυχία τους . Όταν ο θείος του βγήκε στην σύνταξη, ο Μάνος ανέλαβε το γραφείο. Η ζωή τους άλλαξε ήρθαν καλύτερες μέρες. Ο Μάνος δούλεψε σκληρά. Η Φωτεινή πάντα δίπλα του με υπομονή και αγάπη. Της χρωστούσε πολλά. Την Όλγα την είχε διαγράψει από το μυαλό του. Ούτε σαν σκέψη δεν άφησε ποτέ να ξαναπεράσει. Την διέγραψε συνειδητά.

Έσβησε το τσιγάρο του και μονολόγησε ξανά χαμογελώντας
« Η Όλγα…. Ποιος το περίμενε.»
Άρχισε να μετανιώνει για το όχι που της είχε πει τόσο αυθόρμητα. Ανακάλυψε μέσα του ότι στην πραγματικότητα ήθελε να την ξανασυναντήσει.
«  Τι θα μπορούσε να ήθελε να μου ζητήσει μετά από τόσα χρόνια;»  Η περιέργεια φώλιασε μέσα του. « Ίσως τηλεφωνήσει πάλι.» σκέφτηκε.  Ένιωσε μια μικρή ταραχή, μια ανεξήγητη αγωνία. Σηκώθηκε μάζεψε με αργές κινήσεις τα χαρτιά από το γραφείο του, τα έβαλε στην  τσάντα του, κλείδωσε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Περπάτησε αφηρημένα μέχρι το αυτοκίνητο του, με την σκέψη  γεμάτη από αναμνήσεις του παρελθόντος.

                        *******************

-Ε! μαμά που ταξιδεύεις;
                                                                                                
Η μικρή κόρη της Όλγας μπήκε στο δωμάτιο .Η φωνή της, την έκανε  να βγει από τις σκέψεις της. Αυτήν την άρνηση δεν την είχε προβλέψει.. Δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ήταν φόβος, ήταν ένας τρόπος εκδίκησης, ήρθε η στιγμή να πάρει πίσω την ρεβάνς, εγωισμός; Ίσως όλα μαζί.
                                                                                                
-Εδώ είμαι καρδιά μου. Απάντησε.
                                                                                                
Τα παιδιά της ήταν όλη της η ζωή είχε μια πολύ καλή  σχέση μαζί τους. Ο Νίκος και εκείνη είχαν αφοσιωθεί στο μεγάλωμα τους στην καλή τους ανατροφή και μόρφωση. Τώρα ο γιός της είχε φύγει στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές, και η κόρη της  ετοιμαζόταν να ντυθεί νυφούλα. Είχε ένα τρίχρονο δεσμό με  τον Γιώργο, ένα καλό παιδί, συνάδελφο  στο πανεπιστήμιο με   τον Νίκο.
                                                                                                
Η Όλγα είχε αρχίσει να νιώθει μοναξιά. Τις περισσότερες ώρες την ημέρας τις περνούσε μόνη, διαβάζοντας, ή βλέποντας τηλεόραση. Ο άντρας της αργούσε πάντα να γυρίσει στο σπίτι και τις περισσότερες φορές, κουρασμένος. Η κοσμική τους ζωή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η εποχή που διασκέδασή της ήταν να ψωνίζει ρούχα, κοσμήματα, και ότι είχε σχέση με την εμφάνιση της, είχε περάσει και μάλλον ανεπιστρεπτεί. Οι φίλες της συγκεντρώνονταν και έπαιζαν κανένα χαρτάκι, όμως εκείνη, δεν ήθελε ούτε να τα αγγίξει. « αυτά κατέστρεψαν τους γονείς μου» έλεγε.
                                                                                                
Μανούλα! το βράδυ  θα βγούμε και μετά θα μείνω στον Γιώργο, αν θέλεις κάτι πάρε με τηλέφωνο. Φεύγω. Φιλάκι;»
                                                                                                
Έσκυψε και την φίλησε. Η Όλγα για άλλη μια φορά την καμάρωσε καθώς προχωρούσε προς την πόρτα
                                                                                                
-Καλά να περάσετε μωρό μου! Είπε.

                         ****************

Είχαν περάσει δώδεκα ημέρες από το τηλεφώνημα της στον Μάνο. Το παγωμένο «όχι» που της είχε πει τριγυρνούσε στο μυαλό της και σφυροκοπούσε στ’ αυτιά της. Από το πρωί που σηκώθηκε σκεφτόταν αν έπρεπε να εκτελέσει την απόφαση που είχε πάρει. Έκανε ένα καυτό μπάνιο και άρχισε να ντύνεται.
                                                                                                
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε προσέξει την εμφάνιση της μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Η απόφαση της να πάει να τον βρει, όλες αυτές τις ημέρες είχε ωριμάσει στο μυαλό της.
                                                                                                
-Θα με δεις, θες δεν θες καλέ μου!

                                                                                                
Ανέβηκε στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας στην διεύθυνση που της είχαν δώσει από τις πληροφορίες. Ένας όροφος γεμάτος  γραφεία.
Κοίταξε τις ταμπέλες στις πόρτες. Σταμάτησε στο όνομα
                                                                                                
ΜΑΝΟΣ Δ. ΛΥΡΑΚΗΣ – εκτελωνιστής. 
                                                                                                
Επιστράτευσε το θάρρος της και το θράσος της μαζί και χτύπησε την πόρτα του γραφείου του.
                                                                                                
Της άνοιξε μια κοντούλα μεσόκοπη γυναίκα σχεδόν ατημέλητη.
                                                                                                
-Τον κύριο Λυράκη θα ήθελα, είπε
                                                                                                
-Δεν είναι εδώ αυτή την στιγμή έχει πεταχτεί μέχρι την τράπεζα. Τι θέλετε είμαι η σύζυγός του.
                                                                                                
Η Όλγα σχεδόν έχασε την φωνή της. Αυτή την συνάντηση δεν την είχε υπολογίσει.
                                                                                                
-Μπορείτε να τον περιμένετε, συνέχισε. Α! Νάτος !
Ένας γκριζομάλλης κύριος έκανε την εμφάνιση του στη πόρτα, Ένας όμορφος άντρας που δεν είχε όμως καμία σχέση με τον Μάνο που θυμόταν η Όλγα. Ένιωσε ένα φτερούγισμα μέσα της και τα πόδια της να τρέμουν. Το βλέμμα που της έριξε, της έδωσε την εντύπωση ότι την αναγνώρισε. Ένα βλέμμα έκπληξης και θα μπορούσε να πει και ειρωνείας μαζί
-Παρακαλώ, καθίστε, της είπε και ύστερα γυρίζοντας στην γυναίκα του,
- Φωτεινή μπορείς να πηγαίνεις δεν θα σε χρειαστώ  κάτι άλλο σήμερα.
Η γυναίκα χαιρέτησε και έφυγε.
Ο Μάνος κοίταξε την Όλγα  με θαυμασμό.
-Όμορφη όπως πάντα. Ο χρόνος βλέπω δεν σε έχει αγγίξει.
Η  Όλγα χαμογέλασε φιλάρεσκα

-Αν δεν είναι  απλά ένα κομπλιμέντο, σ’ ευχαριστώ! Μάνο, σίγουρα θα απορείς πως μετά από τόσα χρόνια θέλησα να σε δω να σου μιλήσω και μάλιστα τόσο επίμονα. Όμως πίστεψε με, όλα αυτά τα χρόνια κουβαλάω μέσα μου την ανάγκη μιας συγνώμης….
Ο Μάνος την διέκοψε
-Τι είναι αυτά που μου λες, εγώ έχω ξεχάσει τα πάντα. Άλλωστε ήμαστε παιδιά τότε. Δεν έχω να σου συγχωρέσω τίποτα. Περασμένα ξεχασμένα. Μάλιστα μου κάνει εντύπωση πως εσύ τα θυμάσαι ακόμα. Πάντως χάρηκα που σε είδα. Δεν σε ρώτησα , θα ‘θελες  ένα καφέ;
Η φωνή του έκρυβε μια ειρωνεία ανακατεμένη με πίκρα
-Όχι σ’ ευχαριστώ, όμως εσύ αν ήθελες θα μπορούσαμε να φάμε μαζί, και να συζητήσουμε.
Κοίταξε το ρολόι της
-Κοντεύει μεσημέρι. Ξανάπε.
-Δυστυχώς θα με περιμένουν στο σπίτι, είπε ψυχρά
Η Όλγα ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Το ύφος του και η άρνησή του ήταν σαν χαστούκια στο πρόσωπό της.
-Τότε να πηγαίνω, βρήκε το κουράγιο να πει  και σηκώθηκε. Δεν μπορώ να πω ότι χάρηκα που σε είδα, του πέταξε στα μούτρα, έτσι για να σώσει την χαμένη της αξιοπρέπεια.
Ο Μάνος πλησίασε προς το μέρος της
-Γιατί θύμωσες Όλγα; Μήπως θα ήθελες να ανοίξω την αγκαλιά μου και να σε βάλω μέσα; Κάποτε με έκανες να πονέσω πολύ. Όμως καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Άλλος ο κόσμος ο δικός σου, ο κοινωνικός σου περίγυρος, και άλλος ο δικός μου. Τότε δεν μπορούσαμε να δούμε τι θα μας χώριζε αργότερα. Όσο για την  συγνώμη που λες πως έχεις τόσο ανάγκη, να ξέρεις σε έχω συγχωρέσει πολλά χρόνια πριν. Από τότε που γνώρισα την Φωτεινή τη γυναίκα μου και με έκανε αληθινά ευτυχισμένο.
Από τα μάτια της Όλγα είχαν αρχίσει να τρέχουν δάκρυα. Ο αέρας της σιγουριάς με τον οποίο ξεκίνησε για να συναντήσει τον Μάνο είχε πάει περίπατο, το θράσος είχε κάνει φτερά, και η αυτοπεποίθηση της την είχε εγκαταλείψει.
-Αντίο Μάνο, ψέλλισε, και του άπλωσε το χέρι.
Εκείνος το πήρε και το έσφιξε μέσα στα δικά του.
-Αντίο Όλγα! Είπε με χαμηλή φωνή, Αντίο!!! 
Ο δρόμος της επιστροφής της φάνηκε ατέλειωτος, το ερωτηματικό που την βασάνιζε τώρα ήταν …αν την αγάπησε ποτέ πραγματικά ο Μάνος.
« Αν δεν μ’ αγάπησε ποτέ πραγματικά»  μονολόγησε «τότε δεν χρειάζομαι την συγνώμη του!»
Αυτή η σκέψη την έκανε να χαμογελάσει. Έριξε ξαφνικά μια άλλη ματιά στις τύψεις  που κουβαλούσε τόσα χρόνια μέσα της, της άρεσε να είναι έτσι. Άρχισε να το πιστεύει και ένοιωσε ένα βάρος να φεύγει από την ψυχή της.
« Ναι είμαι σίγουρη ο Μάνος δεν μ αγάπησε ποτέ αληθινά» μονολόγησε πάλι.
  


Σχόλια

Ο χρήστης Unknown είπε…
Πολύ καλογραμμένο, θα μπορούσε να είναι και απόλυτα αληθινό και το διάβασα με μια ανάσα όλο!... Ακόμα μια απόδειξη ότι στη ζωή πρέπει να προβλέπουμε τις συνέπειες των επιλογών μας για να μη λουζόμαστε τις ενοχές, τις τύψεις και την αυτοκριτική στο μέλλον... Τελικά αποδεικνύεται περίτρανα ότι η ζωή είναι τόοοοσο περίπλοκη που θα πρέπει κάθε κόμπο της να τον λύνουμε έναν έναν και να προχωράμε παρακάτω...! Ανοιχτά ζητήματα δε πρέπει να τα δίνουμε τη παραμικρή αναβολή! ... Θερμά συγχαρητήρια !!
Ο χρήστης dora manataki είπε…
ΕΙΡΗΝΗ Σ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΟΥ ΛΟΓΙΑ....

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί