Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

οι κόκκινες γαλοτσες (χριστουγεννιάτικη ιστορία



ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ…….
Πάντα όταν πλησιάζουν οι γιορτινές ημέρες όλοι μας κάνουμε μια αναδρομή στις αναμνήσεις μας. Συνήθως αυτό είναι προνόμιο των μεγαλυτέρων που έχουν ζήσει περισσότερα χρόνια άλλοτε καλά, όμορφα, άλλοτε δύσκολα ανάλογα με την εποχή.
Είναι παραμονές Χριστουγέννων οι ετοιμασίες στο σπίτι έχουν ξεκινήσει. Η γιαγιά μαζί με την μητέρα έχουν από μέρες βαλθεί να φτιάχνουν μυρωδάτα μελομακάρονα και λαχταριστούς κουραμπιέδες με φρέσκο βούτυρο που μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Οι λαμαρίνες πηγαινοέρχονταν στο φούρνο.
Στο σαλόνι του σπιτιού είχε πάρει θέση σαν νυφούλα στολισμένη το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα λαμπιόνια, πολύχρωμα, να αναβοσβήνουν και να κάνουν τις ασημένιες μπάλες του να λάμπουν σαν αστέρια φωτεινά. Κάτω στην βάση του ακουμπισμένα κουτιά με γυαλιστερό περιτύλιγμα και τεράστιους φιόγκους.
Τα δώρα για όλη την οικογένεια.
Αύριο ξημέρωνε παραμονή μαζί με την μικρότερη αδερφή μου, είχαμε ετοιμάσει τα τρίγωνά μας. Θα ξυπνούσαμε πρωί -πρωί να πάμε να πούμε τα κάλαντα. Θέλαμε να μαζέψουμε ένα καλό χρηματικό ποσό για να πάρουμε όμορφα δώρα στην μητέρα, στην γιαγιά και στον πατέρα.
Όλη την νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Φοβόμουν μην τύχει και με πάρει ο ύπνος. Έπρεπε να σηκωθούμε νωρίς να είμαστε από τους πρώτους που θα χτυπούσαν τις πόρτες των γειτόνων. Είχα μάθει από άλλες χρονιές ότι αυτοί που έφταναν πρώτοι έπαιρναν και τα περισσότερα.
- Έλα σήκω! φώναξα στην αδερφή μου μόλις είδα το πρώτο φως της ημέρας.
Εκείνη μικρότερη δεν είχε την δική μου ανησυχία αναγκάστηκα να της τραβήξω τις κουβέρτες.
Η μητέρα, μας ετοίμασε πρωινό, τις δώσαμε από ένα φιλάκι και φύγαμε.
-Να προσέχετε, μας φώναξε φεύγοντας
Ήταν μια χειμωνιάτικη ημέρα και έκανε τσουχτερό κρύο είχαμε φορέσει τους σκούφους μας , από ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια και εγώ τις καινούργιες μου γαλότσες χρώμα κόκκινο θυμάμαι. Μου τις είχαν πάρει λίγο μεγάλες για να τις έχω και του χρόνου.
«μεγαλώνει γρήγορα το πόδι στα παιδιά» έλεγε η γιαγιά
Εμένα με δυσκόλευαν όμως να περπατήσω αλλά τι να έκανα…..
Αρχίσαμε να χτυπάμε ένα- ένα τα ρόπτρα ( τα μπρούτζινα χεράκια που είχαν για κουδούνι) της γειτονιάς ντονγκ- ντονγκ
-να τα πούμε;
-Να τα πείτε.. μας απαντούσαν με χαμόγελο οι γειτόνισσες.
« Καλήν ημέρα άρχοντες αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θεία γέννηση να μπω στ αρχοντικό σας…..»
Κανείς δεν μας έλεγε όχι. Παίρναμε το διφραγκάκι μας, την δραχμούλα μας, που και που και κανένα ταλληράκι. Εγώ σαν μεγαλύτερη ήμουν και ο ταμίας. Μου είχε δέσει η γιαγιά μια τσεπούλα σαν ποδίτσα μπροστά στο παλτό μου (δική της πατέντα, γιατί έλεγε δεν θα μπορώ με τα γάντια να βάζω τα λεφτά στην τσέπη του παλτού) και έριχνα μέσα όλα τα κέρματα που μου έδιναν.
Είχε σχεδόν μεσημεριάσει όταν πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Η τσεπούλα εμπρός μου είχε γεμίσει σχεδόν ήμουνα πολύ χαρούμενη.
-Να πάρουμε ένα κουλούρι; Πεινάω! Μου είπε η αδερφή μου
-όχι! Απάντησα άγρια δεν θα χαλάσουμε ούτε πενηνταράκι. Θα τα πάμε στο σπίτι.
-εγώ θέλω ένα κουλούρι ξανάπε κλαψουρίζοντας και προσπάθησε να με αρπάξει από το μανίκι.
Γύρισα απότομα και έκανα να τρέξω. Και τότε….. η καταραμένη κόκκινη τεράστια γαλότσα μου μπλέχτηκε με τη άλλη και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο κατηφορικό έδαφος δίπλα στην σκάρα του υπονόμου. Γκινγκ γκλινγκ γλινγκ άρχισαν να κατρακυλούν από την τσέπη τα κέρματα και να πέφτουν μέσα. Εγώ είχα μείνει να τα κοιτώ με μάτια γουρλωμένα χωρίς να μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα. Τα μισά και περισσότερα έκαναν βουτιά στον υπόνομο.
Αυτά τα Χριστούγεννα έχουν μείνει χαραγμένα στην μνήμη μου. Κάθε τέτοιες μέρες τα θυμόμαστε με την αδερφή μου και γελάμε με το κλάμα που είχα κάνει τότε ( σχήμα οξύμωρο) και φυσικά δεν ξαναφόρεσα ποτέ γαλότσες στην ζωή μου!
Είμαι σίγουρη ότι όλοι θα έχετε μια κάποια ιστορία που θα φέρνετε στην μνήμη σας αυτές τις ημέρες και που θα σας χαρίζει ένα χαμόγελο ανάμνησης στα χείλη!!!
Καλές γιορτές κι ευτυχισμένα Χριστούγεννα!!!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί