Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

όταν η πραγματικοτητα αγγιζει τα ορια του απιστευτου (


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΕΣ

Κάποια ωραία ημέρα έρχεται και για σένα τον μικρομεσαίο, τον συνταξιούχο, αυτόν που δεν μπορεί , δεν έχει την δυνατότητα να πληρώσει, η στιγμή που θα αρρωστήσεις, διότι άνθρωπος είσαι, και θα χρειαστεί να νοσηλευτείς σε κάποιο από τα δημόσια νοσοκομεία μας .

Αν έχεις προηγούμενη εμπειρία, αρχίζεις να κλαις την μοίρα σου, γιατί ξέρεις τι θα συναντήσεις. Αν είσαι πρωτάρης την έβαψες διότι οδηγήσε «ως πρόβατον επι σφαγήν».

Πρώτη κίνηση καλείς το ΕΚΑΒ να έρθει! Υποφέρεις και περιμένεις, αλλά δεν….ίσως χρειαστεί κανένα διωράκι και ευχαριστημένος να ‘σαι.

Φθάνεις στο εφημερεύον! Εκεί ξεκινάει η περιπέτεια του φορείου. Αν είσαι λεπτός και αδύνατος καλώς, αν τα ‘χεις τα κιλάκια σου, αλλοίμονο σου, διότι σ’ αυτό θα περάσεις σίγουρα ένα πλήρες οκτάωρο, μεταφερόμενος από τον Άννα στον Καϊάφα σαν τον Χριστό, για να κάνουν την εξάσκησή τους επάνω σου όλων των ειδικοτήτων τα γιατρουδάκια (που θα ειδικευτούν και αυτά άλλωστε;… Μπαρμπέρης στου κασίδη το κεφάλι….και μην σου πω ότι μπορεί να περάσεις και εικοσιτετράωρο επάνω στο φορείο αν δεν υπάρχει κρεβάτι.)

Βόγγεις, πονάς, απλώνεις τα χέρια σε νοσοκόμους και νομίζεις στο τέλος ότι είσαι αόρατος, διότι κανείς δεν γυρίζει να σε κοιτάξει…..γι αυτό , είναι απαραίτητη προϋπόθεση να υπάρχει μαζί σου κάποιος να σε συνοδεύει, μη κάνεις την κουτουράδα και πας μόνος σου, γιατί δεν…..

Αρχίζει η περιφορά σου από το Παθολογικό, Καρδιολογικό, Ακτινολογικό, αν χρειαστεί κανένας υπέρηχος, και σε όλα αυτά αναμονή, μια ώρα δυο ώρες και βάλε, διότι εκτός από την πληθώρα των ασθενών θα πρέπει να βρεθεί και ο νοσοκόμος που θα σε μεταφέρει ο οποίος είναι δυσεύρετος. 

Οι «καλοί» γιατροί, οι νοσοκομειακοί, (γιατί αν πας στο ιατρείο τους αλλάζει το πράγμα) σε κοιτάζουν βαριεστημένα μιλούν μεταξύ τους, σου κάνουν που και που και καμιά ερώτηση, κι εσύ γεμάτος απορία θες να ρωτήσεις 
-Τι έγινε ρε παιδιά; Θα ζήσω; Όμως δεν σου βγαίνει, κι αν σου βγει δεν θα πάρεις απάντηση, ίσως κάποιο «μη φοβάσαι» και καθάρισες…

Ο ενικός δεν το συζητώ καθιερωμένος απ όλους και από το νοσηλευτικό προσωπικό … «τι έχεις; Τι θέλεις; Που πονάς;, βήξε, σκύψε, σήκω….» 

Και εκείνα τα κορίτσια οι νοσοκόμες… με το χαμόγελο στα χείλη είναι… χτυπάς κουδούνι να την καλέσεις… καλέ δεν το συζητώ λες και στέκεται έξω από την πόρτα. 

Διψάς; θα κορακιάσεις…
Πονάς; Όταν έρθει η σειρά σου… καλά που επιτρέπονται οι συνοδοί επι 24ώρου και κάποιος πάντα βρίσκεται να εξυπηρετεί ολόκληρο τον θάλαμο από συμπόνια…

Αν σταθείς τυχερός θα βρεις μαξιλάρι και σεντόνι για να σκεπαστείς αλλά σπάνιο… (Κι αν βρεις θα είναι διάτρητο από την πολλή χρήση)…θεωρώ μεγάλη παράλειψη αν πας και δεν κρατάς τα δικά σου διότι απλούστατα δεν υπάρχουν αν ζητήσεις , και το θεωρούν πολύ φυσικό να σου πουν δεν έχουμε, χωρίς ίχνος ντροπής. Εκ πείρας το λέω( με τα ματάκια μου το είδα) στα επείγοντα, ασθενείς με πυρετό, καλοκαίρι τα air conditions στο φουλ, να τουρτουρίζουν, και να προσπαθούν να σκεπαστούν με κομμάτια χαρτί από το ρολό μιας χρήσης που στρώνουν στα φορεία (!)

Αφού λοιπόν παραμείνεις 2-3 ωρίτσες ξαπλωμένος ανάσκελα ( έχει ισιώσει και η πλάτη) αναμένοντας και αφού έχεις νιώσει την ανατριχίλα να βλέπεις γύρω σου πεταμένες σύριγγες μιας χρήσης, χαρτιά, λάστιχα, ποτηράκια συλλογής ούρων βαμβάκια, γάντια, (γιατί όχι ότι δεν υπάρχουν κάδοι απορριμμάτων…. Αλλά που να σημαδεύουν τώρα μέσα) … έρχεται και η δική σου η σειρά. Τις περισσότερες φορές παίρνεις μια συνταγή και αποχωρείς, θα πρέπει να υπάρχει μεγάλη ανάγκη δηλαδή να είσαι του θανάτου για να σε κρατήσουν αφού δεν υπάρχουν κρεβάτια διαθέσιμα, αν όμως η περίπτωση σου είναι για εισαγωγή, εκεί αρχίζει άλλο μαρτύριο, της γραφειοκρατίας. Εσύ παραμένεις βογκώντας στην ξάπλα, και ο συνοδός τρέχει από γκισέ σε γκισέ για τα δέοντα.

Αυτά είναι μερικά από όσα μπορεί να αντιμετωπίσεις σαν βρεθείς στην άτυχη θέση ανάγκης σε δημόσιο νοσοκομείο. Οπλίσου με υπομονή,(τι άλλο…) και περίμενε να περάσει η κακιά ώρα !

Σχόλια

Ο χρήστης Χαρά Παναγοπούλου είπε…
Όταν το ΔΡΑΜΑ οπτικοποιείται σατυρικά, αγγίζει διάχυτα την ιλαρότητα! Μια χαρά μεγαλοπρέπεια, Ντοράκι, νοσοκομειακή... σουλειμανική... το ίδιο είναι! Σε φιλώ. -

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα