Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


  Η Τερέζα έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη . Αυτό που   έβλεπε την ικανοποιούσε απόλυτα.
           Πήρε το μπουκαλάκι με την κολόνια και  έβαλε δυο σταγόνες πίσω από το κάθε αυτί.
           « Θα του αρέσω?» αναρωτήθηκε.
           Δεν ήταν καμιά κούκλα αλλά με λίγο μακιγιάζ με ένα καλό χτένισμα και ένα ωραίο ντύσιμο δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη .
            Είχε περάσει τα τριάντα τρία της χρόνια και μια μικρή ανασφάλεια είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στο πίσω μέρος της σκέψης της . Ο εξάχρονος δεσμός τηςa με τον Κώστα τέλειωσε πριν δύο χρόνια. Έφταιγε αυτός, έφταιγε εκείνη, ποτέ δεν το έψαξε . Έσβησε σιγά- σιγά χωρίς να το καταλάβουν . Δεν επεδίωξε να κάνει άλλη σχέση παρόλο που της έτυχαν κάποιες καλές περιπτώσεις . Ήθελε να μείνει για λίγο μόνη της .
            Μετά τον χωρισμό της με τον Κώστα μόνιμος συνοδός της ήταν ο Νικήτας  ο παιδικός της φίλος.
             Με τον Νικήτα ήταν ερωτευμένη στα εφηβικά της χρόνια , ήταν ο κρυφός της έρωτας . Ποτέ δεν του το έδειξε άλλα ούτε κι εκείνος της είχε δείξει ποτέ να τον ενδιαφέρει ερωτικά. Την πείραζε πάντα και πολλές φορές την απογοήτευε με το χιούμορ του λέγοντας της
«Πως είσαι έτσι σήμερα; Τα χάλια σου έχεις.» ή την φώναζε κουτορνίθι και διάφορα άλλα ενώ εκείνη έκανε οτιδήποτε για να του αρέσει. Με τον καιρό κλείδωσε τα αισθήματά της για τον Νικήτα βαθιά μέσα της όμως ποτέ δεν έπαψαν να είναι φιλαράκια.
            Πριν δυο μήνες τον έστειλε η εταιρεία στην οποία ήταν στέλεχος, μια πολυεθνική , στην Αμερική για κάποια σεμινάρια . Σ’ αυτό το διάστημα επικοινωνούσαν σχεδόν καθημερινά . Η Τερέζα όσο έλειπε μακριά της ένοιωθε τον έρωτα μέσα της να φουντώνει .Της έλειπε τόσο πολύ.  Μα και εκείνος με μισόλογα της έδωσε να καταλάβει πως ένιωθε το ίδιο .Μετά από κάθε τους συνομιλία η Τερέζα σκεφτόταν τα λόγια του, και προσπαθούσε να διαβάσει τις κρυφές του σκέψεις.
           «Ίσως φοβάται την απόρριψη , ίσως νομίζει πως θα προδώσει την φιλία μας . Πρέπει να κάνω εγώ το πρώτο βήμα. Όση ώρα ετοιμαζόταν άρχισαν να περνάνε σαν κινηματογραφική ταινία  διάφορα στιγμιότυπα από την παιδική τους  ηλικία
    
              -Τερέζα! Ο μπαμπάς μου, μου έφερε το καινούργιο μίκυ μάους, θα ‘ρθεις να το διαβάσουμε μαζί;
              Ήταν η φωνή του Νικήτα που την φώναζε από την αυλή του σπιτιού της. Στο παλιό διώροφο, έμεναν η οικογένεια της Τερέζας στον πάνω όροφο  και του Νικήτα στον κάτω. Οι γονείς του είχαν ένα μπακάλικο μερικά τετράγωνα πιο κάτω και ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν και οι δυο αρκετές ώρες αφήνοντας τον μόνο στο σπίτι. Η μητέρα της Τερέζας τον πρόσεχε σαν να ήταν δικό της παιδί. Τις οικογένειες τους τις συνέδεε παλιά φιλία. Τα δυο παιδιά μεγάλωναν μαζί. Η Τερέζα ήταν δυο χρόνια μικρότερη  και ο Νικήτας την βοηθούσε στα μαθήματά της και περισσότερο στην αριθμητική που εκείνη δεν τα κατάφερνε. Έπαιζαν μαζί και πολλές φορές κοιμόντουσαν και μαζί όταν αργούσαν να γυρίσουν οι γονείς του  και τον έπαιρνε ο ύπνος στο σπίτι της. Τα καλοκαίρια  πάντα έκαναν τις διακοπές τους και τα μπάνια τους στο νησί ,κοντά στην γιαγιά του Νικήτα, στην Μήλο.
              Ο Νικήτας της έμαθε μπάνιο στη θάλασσα, ακόμα της έμαθε να  ρίχνει βουτιές από το καΐκι του παππού του, να ψαρεύει με την μάσκα αχινούς και κοχύλια, εκείνος μπροστά και εκείνη πίσω τον παρακολουθούσε πως έβρισκε τα χταπόδια  και με το καμάκι τα έπιανε. Ήταν ο αγαπημένος μεζές του παππού του.
              -Αυτό παππού για σένα, φώναζε μόλις το σήκωνε έξω από το νερό
 Η Τερέζα ήταν φοβητσιάρα έτρεμε τα έντομα. Ένα καλοκαίρι στο νησί ο Νικήτας την τρόμαξε τόσο πολύ που δεν ήθελε να τον ξαναδεί.
     -Τερέζα, της φώναξε έλα να δεις τι κρατάω στο χέρι μου
Η Τερέζα έτρεξε κοντά του και τότε εκείνος άνοιξε το χέρι του και της πέταξε ένα τζιτζίκι επάνω της .. Οι φωνές της ακούστηκαν σ’ όλο το νησί και το χειρότερο για κείνη ήταν ότι ο Νικήτας είχε ξελιγωθεί στα γέλια. Εκείνη την ημέρα ένιωσε ότι τον μίσησε. Δεν ήθελε για πολύ καιρό να τον έχει φίλο της.
Στα χρόνια της εφηβείας τους, ο Νικήτας έβγαινε με τους φίλους του, μιλούσαν για κορίτσια, φλέρταραν. Η Τερέζα ένιωθε μικρά τσιμπηματάκια ζήλειας. Όταν η Βάνα  η κοινή τους φίλη έγινε το κορίτσι του, κατάλαβε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του. Άρχισε να προσπαθεί να τον κάνει να την προσέξει  όμως εκείνος δεν έδειξε ποτέ ερωτικό ενδιαφέρον  για κείνη. Η Τερέζα έκλαψε αρκετές φορές τις νύχτες γυρίζοντας από κάποια φιλική έξοδό τους. Σιγά-σιγά απομακρύνθηκε. ‘Άλλαξαν σπίτι, ο Νικήτας πήγε στο πανεπιστήμιο, έκαναν νέες παρέες  και μετά γνώρισε τον Κώστα  ‘Έζησαν έναν όμορφο έρωτα μέχρι που ήρθε ο χωρισμός. Με τον Νικήτα χάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Που και που τηλεφωνούσε ο ένας στον άλλον στις γιορτές, στα γενέθλιά τους… Μετά τον χωρισμό της, αναζήτησε τον Νικήτα. Ήταν και εκείνος μόνος του  κι έτσι άρχισαν πάλι να περνούν μαζί τις ελεύθερες ώρες τους.
             Κοίταξε το ρολόι της
          
  «Πέντε και μισή, έχω χρόνο» σκέφτηκε.
             Στο τηλέφωνο, της είχε πει ότι θα έφτανε Ελλάδα γύρω στις επτά.
              Πήρε τα τσιγάρα της από το κομοδίνο και με νευρικές κινήσεις άναψε ένα .
              « Γιατί Θεέ μου έχω τόσο τρακ» αναρωτήθηκε
               Τράβηξε δυο ρουφηξιές και το ίδιο νευρικά το έσβησε στο μικρό κρυστάλλινο τασάκι.
                Άρχισε να μαζεύει και να βάζει στις κρεμάστρες τα φορέματα που δοκίμαζε όλο το μεσημέρι και τα είχε σκορπίσει επάνω στο κρεβάτι
              « Μόλις τον δω θα τρέξω στην αγκαλιά του, θα του πω πόσο πολύ μου έλειψε … Σίγουρα θα είναι κουρασμένος από το πολύωρο ταξίδι του…αν θέλει να ξεκουραστεί θα τον πάω στο σπίτι του…ίσως περάσουμε μαζί τη νύχτα…Αχ! Νικήτα, πόσο ευτυχισμένη θα ήμουνα αν ήξερα ότι κάνεις και συ τις ίδιες σκέψεις …ότι τα όνειρά μου είναι και δικά σου όνειρα….Γιατί δεν μπόρεσες να διαβάσεις ποτέ τα μάτια μου …ν’ ακούσεις την καρδιά μου … πόσο χρόνο θα είχαμε κερδίσει..»
              Όλες αυτές οι σκέψεις έβγαιναν σαν παραμιλητό από τα χείλη της. Ένοιωθε χαρούμενη , ευτυχισμένη μα είχε και ένα μικρό φόβο μέσα της , μήπως είχε παρασυρθεί από τα δικά της αισθήματα και έκανε λάθος για του Νικήτα. «θα δείξει» σκέφτηκε και έδιωξε αμέσως από το μυαλό της αυτή τη σκέψη.
            « Κλειδιά, τσιγάρα, κινητό» είπε και μαζεύοντας τα, τα έριξε μέσα στην τσάντα της. Πήρε την ζακέτα της και κλείνοντας την πόρτα του μικρού της διαμερίσματος κατέβηκε στο αυτοκίνητο της .
            Η διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο της φάνηκε ατελείωτη. Όλα τα τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο είχε την εντύπωση ότι μιλούσαν για την δική της αγάπη
            « Αχ! Αγάπη μου , αν μπορούσα να σου μεταβιβάσω τη σκέψη μου , να σου φωνάξω πόσο πολύ σ’ αγαπώ και να μ’ ακούσεις….
             Έφτασε στο αεροδρόμιο ένα τέταρτο νωρίτερα. Μπαίνοντας παρατήρησε μια ασυνήθιστη κίνηση,  πήρε ένα περιοδικό και κάθισε στην καφετέρια . Η αναμονή ήταν ότι χειρότερο για την Τερέζα. Η αγγελία που ακούστηκε από τα μεγάφωνα  την έκανε  να παγώσει
                                                * * *

              Η πτήση του Νικήτα δεν  θα έφτανε ποτέ… Η ανακοίνωση του τραγικού αεροπορικού δυστυχήματος την άφησε καρφωμένη τρεις ολόκληρες ώρες στην ίδια θέση σαν χαμένη πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής .

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα