Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η σουίτα των χοντρών (Διήγημα)

Favorite Chanel


       

 Με λένε Πέγκυ,  η ζωή μου κυλάει αδιάφορα.  Η μία ημέρα διαδέχεται την άλλη χωρίς ενδιαφέρον, χωρίς κάτι το ξεχωριστό, χωρίς αλατοπίπερο βρε αδερφέ…
  Όπως κάθε βράδυ έτσι και σήμερα πήρα τα πατατάκια μου, ένα μπουκάλι κόκα κόλα, φόρεσα πιζάμες, γυαλάκια και στρογγυλοκάθισα μπροστά στην τηλεόραση. Έκανα ζάππινγκ για κάποιο κανάλι με ενδιαφέρον. Σταμάτησα  σε μια διαφήμιση του  Favorite Chanel
  ‘’ Αν είσθε από 95 μέχρι 120 κιλά δηλώστε συμμετοχή για να λάβετε μέρος στο παιχνίδι της χρονιάς τηλ.654…..’’
  Κοίταξα τον αγαπημένο μου σκύλο που ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου και περίμενε να καταβροχθίσουμε μαζί την σακούλα με τα τσιπς, και χτύπησα με τα χέρια μου παλαμάκια.
  ‘’ Νάτο!!! Αυτό είναι το αλατοπίπερο!!!. Τα κιλά τα είχα, και επιπλέον τη μοναξιά.
  ‘’ Αυτό το παιχνίδι είναι για μένα’’ σκέφτηκα.
  Αμέσως σήκωσα το τηλέφωνο και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρα τον αριθμό. Κάποια γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής με ρώτησε πως με λένε, πόσα κιλά έχω, αν είμαι υγιής και μου έκλεισε ένα ραντεβού για την επομένη να τα πούμε από κοντά.

  Όταν έκλεισα το τηλέφωνο τον ενθουσιασμό διαδέχθηκε η αμφιβολία όμως γρήγορα την έδιωξα και αποφασισμένη πλέον περίμενα το αύριο. Άλλωστε τι είχα να χάσω; Ένα παιχνίδι είναι σκέφτηκα
  Στάθηκα μπροστά στο καθρέφτη και κοίταξα με προσοχή το είδωλό μου από πάνω μέχρι κάτω. Ήμουν χωρίς αμφιβολία στρογγυλούλα αλλά μπορώ να πω καλλίγραμμη, φουσκωτή από την κορυφή μέχρι τα νύχια και όχι κοντή.

  Όλο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι μου κάνοντας flach back στη ζωή μου. Ήμουν 28 χρονών και στ’ αλήθεια πόσα είχα στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια… αιτία, τα καταραμένα κιλά που κουβαλούσα επάνω μου και που δεν είχα τη δύναμη να αποβάλλω.
  Η εφηβεία μου ήταν γεμάτη ανασφάλειες, δεν έκανα φίλους και δεν έβγαινα όπως τα άλλα κορίτσια να διασκεδάσω. Φοβόμουν μήπως με κοροϊδεύουν. Η λέξη χοντρή αντηχούσε στ’ αυτιά μου σαν σφυροκόπημα. Όλες οι συμμαθήτριές μου μιλούσαν για μόδα, για τα’ αγόρια τους, ντυνόντουσαν με μίνι φούστες, με κολλητά παντελόνια και μπλουζάκια ενώ εγώ ήμουν υποχρεωμένη να φοράω φαρδιά άχαρα ρούχα για να σκεπάζω τα σωσιβιάκια που κουβαλούσα στο στομάχι και την κοιλιά μου. Κόλαση!!!
  Κάποτε τόλμησα να ερωτευτώ ένα συμμαθητή μου όταν ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει στον ρυθμό του έρωτα για κείνον , η καταστροφή ήταν ολέθρια. Τις ερωτικές μου ανησυχίες τις έσβηνα με επιδρομές στο ψυγείο. Αυτός ο έρωτας μου στοίχισε 10 κιλά επιπλέον.
  Όταν τελείωσα το λύκειο παρ’ όλο που μιλούσα δυο ξένες γλώσσες δεν κατάφερα να βρω δουλειά ούτε ως πωλήτρια. Με απέρριπταν με την πρώτη ματιά. Έτσι οι γονείς μου έβαλαν τα μεγάλα μέσα και διορίστηκα στο δημόσιο, όμως εγώ ήμουν μια δυστυχισμένη χοντρή, που βίωνε τον ρατσισμό. Όλες οι προσπάθειές μου για να αδυνατίσω είχαν αρνητικό αποτέλεσμα. Τρία κιλά έχανα, τέσσερα  έπαιρνα, κάνοντας δίαιτες χημικές, της μπανάνας, των αστροναυτών, της σούπας, του ανανά και πολλές άλλες. Το αποτέλεσμα παραπάνω κιλά. Έκλαιγα, πονούσα και τελικά συμβιβάστηκα  και αφέθηκα στην κακή μου μοίρα.

  Το ραντεβού ήταν στην αίθουσα ενός μεγάλου κεντρικού ξενοδοχείου. Όταν έφτασα είδα διακόσια περίπου παχύσαρκα άτομα μαζεμένα στο χώρο. Σκέφτηκα αμέσως να κάνω μεταβολή και να φύγω. Δεν το έκανα. ‘’’Ασε είπα και θα δούμε’’.
  Νεαροί και νέα κορίτσια  σαν κι εμένα  θα κυνηγούσαμε το όνειρο της ζωής μας. Το αδυνάτισμα.
  Μας πήραν συνέντευξη, μας φωτογράφισαν ολόσωμες  προφίλ, ανφάς  και μας είπαν   ‘’θα σας ειδοποιήσουμε ‘’.
  Έφυγα κάνοντας όνειρα τις επόμενες ημέρες και περιμένοντας την πολυπόθητη στιγμή, που δεν άργησε να έρθει.
  Ετοίμασα την βαλίτσα μου αποχαιρέτησα τον αγαπημένο μου σκύλο, πήρα και την ευχή της μάνας μου που καημό το ‘χε κι εκείνη να με δει κομψή και πάνω απ’ όλα χαρούμενη και ευτυχισμένη και μαζί με τους συμπαίκτες μου, αφεθήκαμε στα χέρια της παραγωγής του παιχνιδιού.
  Διαβάσαμε κάποια συμβόλαια που μας έδωσαν, υπογράψαμε και έτοιμοι πλέον ξεκινήσαμε για το σπίτι που θα μας φιλοξενούσε για τέσσερις ολόκληρους μήνες. Πρέπει να πω ότι υπήρχε και έπαθλο για τον νικητή χρηματικό, και καθόλου ευκαταφρόνητο 200.000 ευρώ για όποιον κατάφερνε να χάσει τα περισσότερα κιλά. Την πορεία μας μέσα στο σπίτι θα την παρακολουθούσαν οι τηλεθεατές και εμάς οι τηλεοπτικές κάμερες που ήταν τοποθετημένες σε όλα τα σημεία του σπιτιού, είκοσι τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο. Σκληρή μάχη!
  Είμαστε όλα τα παιδιά παχύσαρκα και μάλλον δυστυχισμένα  αφού αποφασίσαμε να γνωρίσουμε την ευτυχία μέσω ενός τηλεοπτικού παιχνιδιού. Η Βάσια, ο Σταμάτης, και η Κατερίνα ήταν η πρώτη μου παρέα. Η Βάσια ήταν 23 ετών γλυκιά και καλοσυνάτη  είχε κι αυτή τα κιλάκια της , πάνω από 100. σκερτσόζα  και ναζιάρα. Ήταν από την Τρίπολη φοιτήτρια, απελπισμένα ερωτευμένη με συμφοιτητή της που δεν είχε γυρίσει να την κοιτάξει ποτέ. Μου εξομολογήθηκε ότι αυτός ήταν και ο λόγος  που είχε φτάσει μέχρι εδώ. Ήθελε από ασχημόπαπο να γίνει κύκνος όπως είπε.
  Ο Σταμάτης ήταν ο αστείος της παρέας με ταλέντο στις μιμήσεις και μια αστείρευτη πηγή ανεκδότων. Μας έκανε να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Μάγειρας στο επάγγελμα, που ‘’αν αδυνατίσω, έλεγε, θα το αλλάξω, αυτό φταίει που έγινα έτσι’’. Ήταν λαίμαργος και λιχούδης, σε κάθε περιγραφή φαγητού συμπλήρωνε…. ‘’ είναι να γλείφεις  τα δάχτυλά σου’’. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι ο Σταμάτης δεν θα κατάφερνε να χάσει όχι κιλό αλλά ούτε γραμμάριο.
  Η Κατερίνα ήταν διαφορετικός τύπος, η γκρίνια το χαρακτηριστικό της, ‘’γιατί άφησες τα παπούτσια σου στο δωμάτιο….. γιατί δεν έπλυνες τα χέρια σου… γιατί δεν έπλυνες το πιάτο σου ή το ποτήρι σου….γιατί το ένα, γιατί το άλλο… όλοι την απέφευγαν εξ αιτίας της γκρίνιας της. Μέχρι που απομονώθηκε μουρμουρίζοντας συνέχεια. Ήμουν η μόνη που έκανε παρέα ίσως γιατί δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία στις ιδιοτροπίες της.

  Η πρώτη επαφή με το νέο μας σπίτι.
Ένας χώρος πολύχρωμος, ευχάριστος με αναπαυτικούς καναπέδες και πολυθρόνες. Η έκπληξη ήταν τα στρώματα νερού στις κρεβατοκάμαρες. Μια τραμπάλα για τους χοντρούς. Ξάπλωνες και μετά άντε να σηκωθείς. Αστείες εικόνες που μάλιστα θα έβγαιναν προς το τηλεοπτικό κοινό. Αυτό δεν μας άρεσε καθόλου. ‘’ρεζίλι του κερατά’’ έλεγε ο Σταμάτης όταν θα βγούμε θα μας πάρουνε με τις ντομάτες. Ρε παιδιά, μόνο η μάνα μας θα μας καμαρώνει.’’
  Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας, αράξαμε και αρχίσαμε συζητώντας να γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Δειλά -δειλά  ανοίγαμε τις καρδιές μας.
  Η κουζίνα απαστράπτουσα και άδεια. Το ψυγείο επίσης. Ένας μεγάλος χώρος ήταν γεμάτος όργανα γυμναστικής, μας είχαν ενημερώσει  ότι τέσσερις  φορές την εβδομάδα  θα είχαμε γυμναστή, επίσης και διατροφολόγο να μας παρακολουθεί και να μας ζυγίζει μια φορά την εβδομάδα.
  ‘’ Θα πεθάνουμε της πείνας  είπε κάποιο από τα παιδιά, ανοίγοντας το ψυγείο, αλίμονο μας ‘’
  Η έκπληξη ήρθε την άλλη μέρα .
Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν σηκώθηκα, τα περισσότερα παιδιά κοιμόντουσαν του καλού καιρού μετά το ξενύχτι που είχαμε κάνει κουβεντιάζοντας το προηγούμενο βράδυ. Μόλις με είδε η Βάσια [είχε σηκωθεί νωρίς] μου φώναξε
‘’ Έλα στην κουζίνα να δεις ‘’
  ‘’ Τι είναι; ‘’ είπα
  ‘’ Έλα που σου λέω ‘’ επέμενε.
  Δεν πίστευα στα μάτια μου. Το τραπέζι ήταν γεμάτο λιχουδιές, κρουασάν, γλυκά αλμυρά, κουλουράκια. Στο ψυγείο μια τεράστια τούρτα σοκολάτα, κόκα κόλα, και γύρω- γύρω φρούτα, λαχανικά , ζαρζαβατικά, καρότα και άλλες διαιτητικές αηδίες. Στη μέση του τραπεζιού μια επιγραφή φαρδιά πλατιά,
 ‘’ ΕΓΚΡΆΤΕΙΑ ‘’
  ‘’ Α! αυτοί παίζουνε με τον πόνο μας ‘’ είπα
  Ήμουν περίεργη να δω ποιος θα άπλωνε πρώτος το χέρι του. Η έκπληξη ζωγραφίστηκε βέβαια στο πρόσωπο όλων. Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα και ζήτησαν να φύγουν όλοι αυτοί οι πειρασμοί. Όμως ήταν μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού.
αντέχω θα φύγω’’ φώναξε.
  Ο Κώστας ο πιο χαλαρός της παρέας άπλωσε την χερούκλα του και πήρε ένα κρουασάν με σοκολάτα το έβαλε στο στόμα του και μπουκωμένος είπε
  ‘’ Ας δοκιμάσει ο καθένας μας τις αντοχές του’’
  Οι περισσότεροι δεν άγγιξαν τίποτα. Ήπιαν καφέ ή τσάι με τοστ λαιτ, αλλά με μάτια καρφωμένα στις λιχουδιές του τραπεζιού. Όταν έχεις μάθει να απλώνεις το χέρι σου και να καταβροχθίζεις ότι βλέπεις γύρω σου, είναι σίγουρα πολύ δύσκολο να συγκρατηθείς. Ασυναίσθητες κινήσεις
Το δικό μου το μυαλό είχε ζωγραφίσει την λέξη ‘’εγκράτεια’’ και την προέβαλλε σε κάθε αυθόρμητη κίνηση του χεριού μου. Άλλωστε ήμουν αποφασισμένη να κερδίσω.
  Ο Σταμάτης ως μάγειρας ανέλαβε να μας ετοιμάζει το μεσημεριανό γεύμα. Σαλάτες και ψητά. Κοτόπουλο ή φιλέτο ή ψάρι. Όμορφα πιάτα γαρνιρισμένα με φαντασία. Κάτι ήταν κι αυτό. Έφτιαξε το πρόγραμμα κι αποφασίσαμε να το ακολουθήσουμε πιστά. Για βραδινό ο καθένας ότι έκανε κέφι γιαούρτι, κορν φλέιξ, τοστ, κ.λ.π.
  Το πρώτο βράδυ δεν έλειψαν οι επιδρομές στο ψυγείο. Κάθε λίγο άκουγες και κάποιον να σηκώνεται πατώντας στις μύτες των ποδιών του για να μην γίνει αντιληπτός. Ήταν και η άτιμη η ντροπή στη μέση!. Η προσαρμογή ήταν πολύ δύσκολη. Την τούρτα κατόπιν συμφωνίας την τσακίσαμε ‘’εν μια νυκτί ‘’.
  Η πρώτη βδομάδα ήταν μαρτυρική πολλά από τα παιδιά  είχαν γίνει νευρικά και δεν έλειψαν οι τσακωμοί με το παραμικρό. Ένα μεσημέρι μας έστειλαν πίτσες ζεστές και λαχταριστές, όμως ποιος τολμούσε να τις αγγίξει;.. Μόνο η Κατερίνα πήρε ένα κομμάτι και κάθισε στον καναπέ τρώγοντάς το. Ο Αργύρης έτσι για πλάκα πέρασε από μπροστά της και της το άρπαξε.
  ‘’ Άστο μωρή, έχει 500 θερμίδες ‘’ της είπε
  Ε!  Ποιος είδε τον θεό και δεν φοβήθηκε. Η Κατερίνα έγινε μπαρούτι. Σηκώθηκε πήρε το κουτί με την πίτσα και του το πέταξε στα μούτρα, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Ο Αργύρης αιφνιδιάστηκε και αντέδρασε ρίχνοντας της ένα χαστούκι. Ευτυχώς μπήκαν οι άλλοι στη μέση και τους χώρισαν. Οι δυο τους βέβαια δεν ξαναμίλησαν μέχρι που τέλειωσε το παιχνίδι παρ’ όλο που ο Αργύρης, της ζήτησε συγνώμη αργότερα.

  Στο τέλος της εβδομάδας  ήρθε ο διαιτολόγος για να μας μετρήσει και να μας ζυγίσει. Η εικόνα ήταν απογοητευτική ούτε οι μισοί δεν είχαν κατορθώσει να χάσουν 2-3 κιλά . έτσι μας έστειλαν και τον ψυχολόγο.
Οι διαμαρτυρίες έπεφταν βροχή. Θέλαμε να πάψουν να μας στέλνουν πίτσες, σουβλάκια, τούρτες και σοκολάτες. Οι κανόνες όμως ήταν κανόνες και έπρεπε να τους ακολουθούμε. Με βαριά καρδιά συμβιβαστήκαμε με τα δεδομένα.
  Ο Στάθης και η Φωτεινή αποφάσισαν να αποχωρίσουν. Τους ενοχλούσε η εικόνα που έβγαζαν προς τα έξω αφού δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. Οι  υπόλοιποι συνεχίσαμε τον αγώνα.
  Η Βάσια κι εγώ είχαμε χάσει 4 κιλά. Αυτό μας έδωσε κουράγιο. Μασουλάγαμε καρότα και σέλερι για να ξεχνάμε την πείνα μας και παίζαμε τάβλι για να σκοτώνουμε την ώρα μας. Η Βάσια αγαπούσε την ζωγραφική είχε πάει και στην σχολή καλών τεχνών. Έτσι ζήτησε να της φέρουν υλικά για να ζωγραφίζει. Κοντά της ανακάλυψα ότι κι εμένα μου άρεσε αυτό το χόμπι. Αρχίσαμε λοιπόν και οι δυο μας να ζωγραφίζουμε. Είχα τελικά ταλέντο και με την Βάσια δασκάλα άρχισα να δημιουργώ. Κοντά σε μας ανακάλυψαν κι άλλοι τα χόμπι τους  και σιγά-σιγά γίναμε ένα εργαστήρι των πιο τρελών κατασκευών για να ξεχνάμε την πείνα μας. Αυτό όμως δεν άρεσε στην παραγωγή. Ο λόγος; Έπαψαν οι διαφωνίες οι τσακωμοί και δεν έβγαινε προς τα έξω αυτό που είχαν σχεδιάσει. Η ανία μας την οποία θα σκοτώναμε τρώγοντας. Έτσι αποφάσισε να αποσύρει όλα τα υλικά που μας είχε παραχωρήσει για την διασκέδασή μας. Διαμαρτυρηθήκαμε για άλλη μια φορά άλλα ποιος μας άκουσε;… Απλά μας υπέδειξαν την πόρτα εξόδου. Είμαστε πιόνια στα χέρια της.
  Ένα πρωί η Σοφία βγήκε με τα μάτια δεμένα από το υπνοδωμάτιο.
  ‘’Από δω και μπρός έτσι θα κυκλοφορώ’’ δήλωσε απλώνοντας τα χέρια σαν τυφλή να μην σκοντάψει πουθενά. Άρχισαν να την πειράζουν βάζοντας της εμπόδια γελώντας και ρίχνοντας της μαξιλάρια  στο κεφάλι.
Ο Σταμάτης μασούλαγε κι έφτυνε. Ο Βαγγέλης προτίμησε να βουλώσει την μύτη του να μην τον παίρνουν οι μυρωδιές. Η Βάσια κάθε φορά που άπλωνε το δεξί της χέρι να πάρει κάτι φαγώσιμο το χτυπούσε με το αριστερό λέγοντας ‘’μη κακό…’’ ο καθένας μας έβρισκε και έναν τρόπο για να αποφεύγει το ‘’αμάρτημα’’.
           Καθρέφτες δεν υπήρχαν πουθενά σ’ ολόκληρο το σπίτι. Μονάχα στο μπάνιο πάνω από κάθε νιπτήρα ένας μικρός. Αφού μας στέρησαν τα χόμπι μας, οι περισσότεροι άρχισαν την γυμναστική. Ήταν ελαφρώς αστεία η εικόνα, ένας χοντρός να αγκομαχάει πάνω στον διάδρομο ή να προσπαθεί να κάνει κοιλιακούς ή ακόμα να χοροπηδάει ανεβοκατεβάζοντας τον κρεάτινο όγκο του. Κανείς δεν το καταλάβαινε αυτό στον εαυτό του, μονάχα βλέποντας τους άλλους  σκεφτόσουν ‘’ κάπως έτσι θα είναι και η δική μου η εικόνα, αυτή που βγαίνει προς τα έξω από αυτές τις διαβολοκάμερες που παρακολουθούν κάθε γελοία μας κίνηση.

  Τέλος δεύτερης εβδομάδας. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν καλύτερα. Η ζυγαριά άρχισε να κατεβαίνει 2-3 κιλά παρακάτω για όλους. Για τον Σταμάτη κάτι γραμμάρια. Έδειχνε πολύ απογοητευμένος.
Αποφάσισα να τον βοηθήσω. Έγινα ο φύλακας άγγελός του, αυτό έκανε καλό και σε μένα γιατί έτσι δίνοντας συμβουλές σ’ εκείνον, έπρεπε να τις τηρώ κι εγώ.
  Ένα πρωί μας κάλεσαν και μας έδωσαν κάτι φακέλους με μηνύματα από τηλεθεατές. Διαβάζοντας τα άλλοι έκλαψαν άλλοι γέλασαν, άλλοι απογοητεύτηκαν, άλλοι χάρηκαν. Πάντως όλοι πήραμε μια ιδέα για την προς τα έξω εικόνα μας. Ήταν καλό, γιατί έτσι πήρε εμπρός ο εγωισμός μας και το πείσμα μας. Τα μηνύματα έγραφαν, άλλα ΚΟΥΡΑΓΙΟ, άλλα ΕΙΣΤΕ ΕΝΑ ΜΑΤΣΟ ΧΑΛΙΑ άλλα ΣΥΧΑΘΗΚΑΜΕ ΤΟ ΚΡΕΑΣ και άλλα ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΤΕ ΜΗΝ ΤΟ ΒΆΖΕΤΕ ΚΑΤΩ.
  Είπα στον Σταμάτη.
‘’Οι άνθρωποι είναι σκληροί όμως αυτό μας κάνει πιο δυνατούς μας ατσαλώνει για να παλέψουμε και να πετύχουμε το στόχο μας. Να αποδείξουμε ότι μπορούμε αρκεί να θέλουμε’’ κούνησε το κεφάλι του  κι έσκυψε και με φίλησε. Η φιλία μας άρχισε να εξελίσσεται σε κάτι πιο δυνατό. Ένιωθα  ερωτευμένη μαζί του κι εκείνος το ίδιο. Ένα βράδυ μου το εξομολογήθηκε. Ήταν η αρχή μιας υπέροχης σχέσης.
  Ο χρόνος άρχισε να κυλάει για μας μέσα στο σπίτι τόσο ευχάριστα που δεν μας ένοιαζε πια για τίποτα, παρά μονάχα πως θα πετύχουμε αυτό για το οποίο είχαμε ξεκινήσει. Μας  έστελναν μηνυματάκια  γεμάτα αγάπη και συμπάθεια. Είχαμε κερδίσει την αγάπη του κόσμου που μας παρακολουθούσε. Με τον Σταμάτη περνούσαμε τα βράδια  μας με ατέλειωτη κουβεντούλα μάθαινε ο ένας τον άλλον και καθημερινά ανακαλύπταμε πόσο πολύ ταιριάζαμε. Ήταν παιδί χωρισμένων γονιών. Αυτό τον είχε πληγώσει  πολύ στην εφηβεία του. Ήταν ή εποχή που είχε τόσο ανάγκη τον πατέρα του, κι εκείνος ήταν απών. Τον  θεωρούσε εγωιστή αφού αφήνοντας τον στην πιο τρυφερή του ηλικία  αποφάσισε να ξαναφτιάξει την ζωή του με έναν καινούργιο γάμο αφήνοντας πίσω του συντρίμμια,  εκείνον και την μητέρα του. Πίστευε πως δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ.

  Είχαν περάσει ήδη τρεις μήνες.  βέβαια  όλο αυτό το διάστημα δεν έλειψαν οι καυγάδες, οι κόντρες, οι παρεξηγήσεις, τρεις οικειοθελείς αποχωρίσεις, κλάματα και εκνευρισμοί. Ο Σταμάτης είχε κάνει την μεγαλύτερη πρόοδο είχε χάσει ήδη 12 κιλά. Η Σοφία και ο Βαγγέλης ήταν το επόμενο ζευγάρι που άρχισε να ζει έναν καινούργιο έρωτα. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν τα αισθήματα αυτά που είχαμε νιώσει ήταν αληθινά ή η ανάγκη επικοινωνίας και η μοναξιά της ψυχής μας, μας έκαναν να νιώθουμε  έναν πλασματικό έρωτα που θα έσβηνε μόλις περνούσαμε το κατώφλι αυτής της πόρτας. Όμως δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ήταν κάτι το υπέροχο που μας γέμιζε δύναμη κουράγιο και αισιοδοξία.
  ‘’ Ο χρόνος θα δείξει ‘’ σκεφτόμουν και ένοιωθα λατρεία για τον Σταμάτη που είχε αρχίσει να κάνει όνειρα για το κοινό μας μέλλον. Πολλά κορίτσια απ΄ έξω του έστελναν ερωτικά γράμματα. Ήταν όμορφο αγόρι και είχε κατακτήσει το κοινό με το αστείρευτο χιούμορ του. Αναρωτιόμουν συχνά τι θα γίνει όταν βγούμε από δω, πόσα θα αλλάξουν. Και ένα αγκάθι μου τρυπούσε την καρδιά. Το αγκάθι της ζήλιας. Ναι! Είχα αρχίσει να ζηλεύω.
  Εκ των πραγμάτων φαινόταν ότι ο Σταμάτης θα ήταν ο νικητής αυτού του παιχνιδιού. Είχε κάνει τον μεγαλύτερο αγώνα, ήταν ο πιο δημοφιλής  παίχτης και το κυριότερο είχε χάσει τα περισσότερα κιλά .
Είχαμε μπει στην τελική ευθεία. Ήταν ο τελευταίος μήνας. Όλοι ζούσαμε με την αγωνία της νίκης. Δεν μας συγκινούσαν πια οι λιχουδιές που έφταναν καθημερινά στο τραπέζι μας. Εν τω μεταξύ δεν ήξερε ο ένας, όλο αυτό το διάστημα, τι κιλά είχε χάσει ο άλλος απλά πιθανολογούσαμε. Τις τελευταίες ημέρες πολλοί από εμάς δεν ακολουθούσαμε ούτε το διαιτολόγιο που μας έδιναν. Υποσιτιζόμαστε θα έλεγα. Πολύ νερό και ελάχιστο φαγητό. Φυσικό ήταν να έχουμε και αρκετές λιποθυμίες. Μας έγιναν αρκετές  παρατηρήσεις από τον γιατρό και μάλιστα με πολύ αυστηρό τόνο. Τα ρούχα μας, είχαν αρχίσει να πλέουν επάνω μας.  Αυτό μας γέμιζε χαρά. Προσπαθούσαμε στα τζάμια να δούμε τον καινούργιο μας εαυτό. Τις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες δεν ήρθαν να μας μετρήσουν και να μας ζυγίσουν. Όλοι ζούσαμε με την ελπίδα της νίκης.
  Έφτασε και η πολυπόθητη μέρα. Περάσαμε μέσα σ’ ένα όμορφο στούντιο, μας έφεραν ενδυματολόγο, όμορφα ρούχα, κομμωτή, μακιγιέρ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά . Ο Σταμάτης με κρατούσε από το χέρι και κατά διαστήματα μου το έσφιγγε γεμάτος αγωνία κι αυτός. Οι γονείς και οι συγγενείς είχαν έρθει να μας χειροκροτήσουν και γιατί όχι να μας θαυμάσουν για το κουράγιο και για το πείσμα μας. Αλλά και πλήθος κόσμου που δεν μας γνώριζαν όμως μας είχαν αγαπήσει μέσα από τους δέκτες τους. Ήταν όπως έμαθα αργότερα ένα παιχνίδι με υψηλή ακροαματικότητα.
  Ο παρουσιαστής άρχισε να μας φωνάζει έναν- έναν, μια ζυγαριά ήταν δίπλα του και στο video wall εμφανιζόταν η εικόνα μας πριν και μετά και από κάτω έγραφε τα κιλά μας, όταν μπήκαμε στο σπίτι και τα σημερινά.
Τα χειροκροτήματα έπεφταν βροχή. Όλοι είχαμε κερδίσει το στοίχημα που βάλαμε με τον εαυτό μας. Τα σωσιβιάκια μας είχαν κάνει φτερά. Η χαρά και η ευτυχία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων όταν ακούγαμε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας.  Βάσια 13 κιλά, Κατερίνα 15,5 κιλά, Βαγγέλης 12, Σοφία 14, Τόνια 9, Ειρήνη 10, Σταμάτης 16, Πέγκυ 14, ακολουθούσαν και οι άλλοι με μικρότερες επιδόσεις . Ο Σταμάτης για μισό κιλό κέρδισε την Κατερίνα. Έτσι ήταν και ο νικητής που εισέπραξε το έπαθλο των 200.000 ευρώ και το πιο δυνατό χειροκρότημα. Εγώ μονάχα ήξερα πόσο το άξιζε. Εκείνη την στιγμή ένοιωσα πόσο έντονο συναίσθημα είναι η ευτυχία. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα με μάτια δακρυσμένα.
  ‘’Σ’ αγαπώ πολύ ‘’ μου ψιθύρισε

Έχουν περάσει δυο χρόνια με τον Σταμάτη είμαστε ακόμη μαζί. Με τα χρήματα  του επάθλου άνοιξε ένα εστιατόριο πολυτελείας  με αξιόλογη πελατεία. Τα μισά από τα κιλά  που έχασε τα ξαναπήρε όμως τον αγαπώ έστω και χοντρούλη. Εγώ έχασα άλλα δεκαπέντε και είμαι πολύ ευτυχισμένη. Ζω τον απόλυτο έρωτα. ‘’ Η ΣΟΥΙΤΑ ΤΩΝ ΧΟΝΤΡΩΝ ‘’ ήταν για μένα  ‘’ Η ΣΟΥΙΤΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ’’
Πολλά βράδια  συγκεντρωνόμαστε όλοι  μαζί και ξαναζωντανεύουμε  γυρίζοντας το χρόνο πίσω τις ημέρες που περάσαμε κλεισμένοι μέσα στην φυλακή μας, τις αγωνίες, την πείνα , και την προσπάθεια για το ποθητό αποτέλεσμα.
  Πολλά έντυπα σχολίασαν δυσμενώς την απόφασή μας  να λάβουμε μέρος σ’ ένα τέτοιο παιχνίδι. Κατηγόρησαν την παραγωγή για ανήθικη εκμετάλλευση και γελοιοποίηση κάποιων δυστυχισμένων υπέρβαρων. Πλήγωσαν του δικούς μας με βάρβαρο τρόπο εξαπατώντας τους με συνεντεύξεις. Όμως  ‘’ΟΥΔΕΝ ΚΑΚΟΝ ΑΜΙΓΕΣ ΚΑΛΟΥ ‘’ εγώ, η Πέγκυ του καναπέ των τσιπς και της κόκα κόλα, έγινα ένα χαρούμενο, ευτυχισμένο και πάνω απ’ όλα  ερωτευμένο κορίτσι,  που ένα παιχνίδι το έκανε να δει την ζωή γεμάτο αισιοδοξία.

                                        Τ Ε Λ Ο Σ

                        
                                      
    






   
           
             

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα