Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΧΑΡΤΟΚΟΠΤΗΣ


    
 Το βάθος ενός συρταριού είναι αρκετές φορές ένα μικρό θησαυροφυλάκιο αναμνήσεων. Αναμνήσεων που θα σου χαρίσουν κάποια στιγμή ένα γλυκό χαμόγελο, μα κάποιες φορές ίσως σου σταλάξουν την πίκρα. Παλιές ξεχασμένες φωτογραφίες, καρτούλες με αφιερώσεις, με ευχές, μικρά αντικείμενα και πάντα βάζοντας κάτι καινούργιο τα παλιά περνούν όλο και πιο βαθιά μέχρι να έρθει ο χρόνος για κάποιο ξεκαθάρισμα και τότε ξεπηδούν οι αναμνήσεις αρχίζοντας τρελό χορό στη μνήμη.
           Ένα γκρίζο χειμωνιάτικο πρωινό μέσα από το μικρό συρταράκι της παλιάς βιβλιοθήκης ξεπήδησαν οι ξεθωριασμένες αναμνήσεις και ο ξεχασμένος φόβος της Χριστίνας. Ένας μικρός χαρτοκόπτης που έγραφε «Ενθύμιο Κρήτης» την γύρισε κάποιες δεκαετίες πίσω.
                                           *   *   *
           Το κουδούνι του ποδηλάτου του ταχυδρόμου χτύπησε αρκετές φορές έξω από το σπίτι της Ελένης
΄- Κυρα-Λένη!!! Τηλεγράφημα!!!! Ακούστηκε η φωνή του χτυπώντας ταυτόχρονα και το μικρό μπρούτζινο χεράκι της εξώπορτας.
            Η Ελένη διέσχισε το ξύλινο χαγιάτι του διώροφου σπιτιού κατέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στην αυλή και με το μεγάλο σιδερένιο κλειδί άνοιξε την ξύλινη βαριά πόρτα . Κλείδωνε πάντα για να μην της το σκάνε τα δύο μικρά της πιτσιρίκια η Χριστίνα και ο Πέτρος και βγαίνουν στο χωματόδρομο.
            Η Χριστίνα ήταν δεν ήταν έξι ετών και ο Πέτρος τριών. Η Ελένη καμάρωνε για τα παιδιά της όταν όλοι τις έλεγαν τι όμορφα που ήταν, σωστά αγγελούδια, άλλωστε και εκείνη ήταν πολύ όμορφη, κοκέτα καλοντυμένη , ψηλή αεράτη , όλη η γειτονιά την θαύμαζε , χαρούμενος άνθρωπος ,πρόσχαρη, όμως δεν είχε πολλά πάρε δώσε με κανέναν και αυτό τους έκανε να την θεωρούν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν η ΣΤΑΡ της μικρής της κοινωνίας θα έλεγε κάποιος.
          -Καλώς τα δέχτηκες, από τον άντρα σου είναι; Την ρώτησε με την βαριά κρητική προφορά του.
          -Ναι από τον άντρα μου είναι! Άντε κουτσομπόλη του είπε χαϊδευτικά χτυπώντας τον στην πλάτη, όλα θες να τα  ξέρεις…
          Εννέα μήνες τώρα της έφερνε τα γράμματα του Άγγελου συχνά πυκνά και είχαν γίνει φίλοι. Πολλές φορές του πρόσφερε από τις πίττες που έφτιαχνε και τον κερνούσε  δροσερό νεράκι τις ζεστέ μέρες του καλοκαιριού.
          -Ανε  σ’ είχα εγώ γυναίκα  κυρά – Λένη ούτε στο σπίτι δε θα σ’ άφηνα μονάχη, όι  τόσο πολύ καιρό…. Της είπε γελώντας καλόκαρδα. Εύχομαι να ‘ναι καλά τα χαμπέρια .
Η Ελένη  πήρε το τηλεγράφημα και διαβάζοντας το ανέβηκε την ξύλινη σκάλα. «ΦΘΑΝΟΥΜΕ ΠΈΜΠΤΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΣΤΟΠ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΜΕ ΧΡΙΣΤΊΝΑ ΣΤΟΠ»        ΑΓΓΕΛΟΣ.
 Αμήχανα έφερε το χέρι στο στόμα και δάγκωσε το δάχτυλό της .
«Ήρθε η ώρα σκέφτηκε»
 Το μικρό χαγιάτι έβλεπε στην κοινή αυλή που είχε το παλιό διώροφο σπίτι. Κάτω έμενε η Σοφία , μικροπαντρεμένη και αυτή, με δύο παιδιά, συνομήλικα με τα δικά της, ήταν πιο μικρή από την Ελένη και μοναδική της φίλη. Είχαν εμπιστοσύνη η μία στην άλλη γι αυτό δεν υπήρχαν μυστικά μεταξύ τους. Πολλές φορές είχαν κλάψει αγκαλιασμένες αφήνοντας την πίκρα και τη μοναξιά της ψυχής τους να ξεχειλίσουν
-Σοφία, Σοφία , ανέβα για λίγο ,φώναξε η Ελένη.
Η φωνή της ακούστηκε περίεργη και η Σοφία ανέβηκε τρέχοντας.
-Διάβασε, της είπε και της έδωσε το τηλεγράφημα.
 Του έριξε μια ματιά και κοίταξε την Ελένη.
-Τι σκέφτεσαι να κάνεις; ρώτησε
-Θα πάω, θα του εξηγήσω και θα του ζητήσω να χωρίσουμε! Τι άλλο μπορώ να κάνω; Αχ! Ενώ την περίμενα αυτή τη στιγμή τώρα με τρελαίνει…
  Η μικρή Χριστίνα έπαιζε καθισμένη επάνω στο σιδερένιο ντιβανάκι στην κουζίνα ,με μια πάνινη κούκλα που της είχε φτιάξει η γιαγιά της .Η λέξη «χωρίσουμε» δεν ήξερε τη σήμαινε όμως βλέποντας από τα μάτια της μαμάς της να τρέχουν δάκρυα κατάλαβε ότι κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί. Συνέχιζε να παίζει ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις δύο γυναίκες.

            Ο Άγγελος είχε μπαρκάρει πριν εννέα μήνες , όχι πως ήταν ναυτικός άλλα η ανέχεια, τα δανεικά και το ξερό του το κεφάλι όπως έλεγε η Ελένη τον ανάγκασαν να φύγει για να ξελασπώσουν .
           Από τον καιρό που τον παντρεύτηκε δεν είχε φάει γλυκό ψωμί. Ήταν δεκάξι χρονών μέσα στη μαύρη κατοχή όταν πήγε ο Άγγελος και την  ζήτησε από τον πατέρα της .Εκείνος είπε το ναι παρ όλο που ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος της και η Ελένη δέχτηκε από ….ντροπή.
           Μπήκε σώγαμπρος. Μέχρι το γάμο η Ελένη τον έβλεπε σαν μουσαφίρη «κύριε Άγγελε» τον έλεγε ,τρόμαξε να συνηθίσει στην ιδέα της παντρειάς που ήρθε πολύ γρήγορα.
           Ο Άγγελος ήταν όμορφο παλικάρι και μορφωμένο η Ελένη δεν είχε βγάλει ούτε το δημοτικό καλά- καλά . Στην αρχή τον έβλεπε με θαυμασμό και τον σεβόταν . Μετά άρχισε να την κουράζει .Εκείνος βυθισμένος πάντα μέσα σ’ ένα βιβλίο κι εκείνη μεσ’ την μοναξιά . Σπάνια την έβγαζε έξω , ούτε  φίλους είχε ούτε και του άρεσαν σα σούρτα- φέρτα. Ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος γι αυτό και δεν μπορούσε να στεριώσει σε μια δουλειά όπου πήγαινε μετά από λίγο τα παράταγε και έφευγε ,υπήρχαν μέρες που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε . Η Ελένη έκλεγε βουβά χωρίς να τολμάει να μιλήσει ακόμα και στη μάνα της από «αξιοπρέπεια». Σιγά-σιγά αρρώστησε όλο δέκατα και εμετούς ,αδύνατη σαν κλαράκι, έσβηνε μέρα-μέρα. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα που να δικαιολογεί την αρρώστια της είπαν καλό φαγητό και ξεκούραση. Όμως το καλό φαγητό μέσα στην μαύρη κατοχή που να το ‘βρεις……
-Μάνα θα πεθάνω, κάτι κακό έχω. Μόνο εσένα  σκέφτομαι και την πίκρα που θα σου δώσω.
Η μάνα της έκλαιγε βουβά, προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο
-Τίποτα δεν έχει το’ παν κι γιατροί, καλό φαί  χρειάζεσαι μόνο. Θα το   ‘βρούμε και θα γίνεις καλά.
            Ο Άγγελος έπιασε δουλειά σ’ ένα Γερμανικό εργοστάσιο τα λεφτά ήταν καλά . Η αλήθεια είναι ότι την φρόντιζε πολύ γιατί την αγαπούσε και πολύ , με τον δικό τον τρόπο , κάτι σαν πατέρας θα έλεγε κανείς . Η κατάσταση της Ελένης δεν άλλαζε ,ενέσεις, φάρμακα, δυναμωτικά …
Εννέα χρόνια πέρασαν και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η Ελένη έμεινε έγκυος.
            Όταν ήρθε στον κόσμο η Χριστίνα γέμισε η ζωή της ,πήρε δύναμη, μπόρεσε να ξανά σταθεί στα πόδια της ν’ ανθίσει πάλι το χαμόγελο στα χείλη της . Τα χρόνια ήταν δύσκολα και ο Άγγελος τους περισσότερους μήνες του χρόνου άνεργος. Η Ελένη μάταια προσπαθούσε να τον πείσει να στεριώσει σε μια δουλίτσα.
            -Πέτρα που κυλάει δεν πιάνει μαλλί! του έλεγε .Εκείνος πάντως ,μόλις έπιανε δύο δεκάρες έτρεχε να της ψωνίσει. Τι ψυγείο, τι ραπτομηχανή, τι ραδιόφωνο ,τι γούνινο παλτό, βασίλισσα η κυρία Ελένη, όταν άρχιζαν τα δύσκολα με την μεγαλύτερη ευκολία τα πούλαγε ένα -ένα και ξανά απ’ την αρχή. Η Ελένη είχε κουραστεί δεν άντεχε άλλο. Όταν γεννήθηκε και ο Πέτρος τότε αποφάσισε να τον αφήσει και να πάει στους γονείς της. Η μάνα της θα φρόντιζε τα παιδιά και εκείνη θα πήγαινε να δουλέψει. Ο Άγγελος έπεσε στα πόδια της , με χίλιες δύο υποσχέσεις  την έπεισε να παραμείνει. Τότε ήταν η πρώτη φορά που αποφάσισε να μπαρκάρει .Κάποιος γνωστός μεσολάβησε και πήγε καμαρότος σ’ ένα μεγάλο επιβατηγό που έκανε δρομολόγια Ελλάδα- Αμερική τα λεφτά ήταν καλά και η Ελένη ένιωσε ανακούφιση.H Χριστίνα ήταν τότε τεσσάρων χρόνων , είχε μεγάλη αδυναμία στον πατέρα της , όταν έφυγε έκλαψε τόσο πολύ που τα ματάκια της έτσουζαν όλη νύχτα.
            Η ανακούφιση της Ελένης δεν κράτησε για πολύ μόλις το πλοίο επέστρεψε από Αμερική ο Άγγελος  ξεμπαρκάρισε για λόγους που η Ελένη θεώρησε απλά δικαιολογίες . Η απελπισία της την έφτασε στην τρέλα. Πήρε μια χούφτα κινίνα προσπαθώντας να δώσει τέλος στη ζωή της, ως εκ θαύματος την πρόλαβαν .
           «Δεν θέλω να ζήσω! Δεν θέλω!» Έλεγε και ξανάλεγε.
           «Σκέψου κόρη μου τα παιδάκια σου πως θα μεγαλώσουν χωρίς εσένα» την παρηγορούσε η μάνα της . «Κάνε υπομονή!».
            Πέρασαν άλλα δύο χρόνια ο Άγγελος συνέχισε να κάνει δουλειές του ποδαριού. Πάλι δανεικά, πάλι χρέη, πάλι έφτασε ο κόμπος στο χτένι, πάλι ξανά ετοίμασε βαλίτσες, αυτή τη φορά έφυγε με φορτηγό πλοίο για Περσικό., Έγραφε και έστελνε χρήματα της Ελένης να πληρώνει τα χρέη . Και τώρα ύστερα από εννέα μήνες το καράβι έπιασε λιμάνι στην Κρήτη.

            Όταν έφυγε ο Άγγελος, η Ελένη έψαξε να βρει δουλειά, ήταν δύσκολά για εκείνη με δύο μικρά παιδιά όμως η Σοφία της στάθηκε καλύτερα και από αδελφή τα είχε μαζί με τα δικά της όσες ώρες έλειπε εκείνη, κι έτσι μπόρεσε και ανέλαβε την καθαριότητα ενός δικηγορικού γραφείου .Ο ιδιοκτήτης  ήταν ένας νέος δικηγόρος στο ξεκίνημα του, Νίκο τον έλεγαν και ερωτεύτηκε την Ελένη κεραυνοβόλα σχεδόν με την πρώτη ματιά μα και εκείνη κάθε φορά που τον έβλεπε ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, αίσθημα πρωτόγνωρο, ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι για τον Άγγελο .Προσπάθησε να κρατηθεί μακριά από μια τέτοια σχέση όμως δεν τα κατάφερες άλλωστε είχε τόση ανάγκη από έναν άνθρωπο, από ένα χάδι, από μια γλυκιά λέξη. Ο Νίκος όταν έμαθε την ιστορία της , τις περιπέτειες της, την δυστυχία της ο έρωτας του ξεχείλισε από τρυφερότητα γι αυτό το όμορφο και τόσο ταλαιπωρημένο κορίτσι ,Αγάπησε τα δύο πιτσιρίκα το Χριστινάκι και τον Πετράκη και έγινε ο  «θείος Νίκος» που τους πήγαινε καθημερινά βόλτα με το μικρό του αυτοκινητάκι ( είδος πολυτελείας εκείνη την εποχή ) που έτρωγαν πολλές φορές τα βράδια έξω, που έπαιζε μαζί τους , κάτι που δεν έκανε ο μπαμπάς τους
     Ο Νίκος ζήτησε από της Ελένη να χωρίσει  θα φρόντιζε ο ίδιος για το διαζύγιο και αμέσως μετά θα έκαναν τον δικό τους γάμο. Η Ελένη   ήταν διστακτική.
Τα παιδιά…. Του έλεγε.
Μη σε νοιάζει , τα παιδιά θα ‘ναι και δικά μου παιδιά θα τα πάρουμε μαζί μας ! Έχει δικαίωμα κι εσύ στην ευτυχία κι εγώ μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη!.

Ο Νίκος συνόδευσε την Ελένη με την Χριστίνα στο λιμάνι. Εκείνη χλωμή και φοβισμένη του έσφιξε το χέρι .
-Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω! Του είπε.
-Κουράγιο ! της απάντησε και την φίλησε στο μέτωπο .Έσκυψε στην Χριστίνα ,εκείνη πήδηξε στην αγκαλιά του.
-Θείε γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας  στον μπαμπά?
-Έχω πολύ δουλειά Χριστίνα μου, να είσαι φρόνιμη και να μην στεναχωρείς τη μανούλα σου. Εντάξει?
-Εντάξει ! συμφώνησε η μικρή πατώντας πάλι στη γη.
 Το πλοίο της φάνηκε τεράστιο και η κρεμαστή του σκάλα την φόβισε όταν άρχισαν να την ανεβαίνουν κρατώντας τα σχοινιά. Πόσο μικροί της φαινόντουσαν οι άνθρωποι από εκεί ψηλά, τους έβλεπε να κουνούν τα χέρια τους καθώς απομακρύνονταν και εκείνη στην αγκαλιά της μαμάς της κουνούσε το δικό της χαιρετώντας τον «θείο Νίκο».

 Ο Άγγελος τις περίμενε στο λιμάνι .Η Χριστίνα έπεσε στην αγκαλιά του όλο χαρά, γαντζώθηκε στο λαιμό του και δεν έλεγε να τον αφήσει ,τον έσφιγγε σαν να ήθελε να πάρει πίσω τον χαμένο χρόνο που ήταν μακριά της
 Η Ελένη τον φίλησε μουδιασμένα, η καρδιά της έτρεμε, σ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού έφτιαχνε στο μυαλό της  το τι θα του έλεγε ξανά και ξανά,  «πόσο δύσκολο Θεέ μου» σκεφτόταν «δεν θα τα καταφέρω».
  Ο Άγγελος ήταν έξυπνος άνθρωπος, αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά δεν είπε όμως τίποτα. Τις πήγε στο ξενοδοχείο που είχε κλείσει δωμάτιο και επέστρεψε στο καράβι του για λίγο. Άφησαν τα πράγματά τους και η Ελένη πήρε την μικρή Χριστίνα για μια βόλτα στην πόλη , ο Άγγελος θα τις συναντούσε το απόγευμα για φαγητό. Περπάτησαν αρκετές ώρες χαζεύοντας τα μαγαζιά στο παλιό λιμάνι . Από κάποιο μαγαζί με τουριστικά αγόρασε ένα χαρτοκόπτη δώρο για τον Νίκο . Γυρνώντας στο ξενοδοχείο τον έκρυψε μέσα στη βαλίτσα της .
 Σε όλο τον δρόμο η Ελένη περπατούσε αφηρημένα, το μυαλό της ήταν στα τελευταία λόγια του Νίκου «κουράγιο». Ναι! κουράγιο ! όμως ποια θα ήταν η αντίδραση του? Θυμός , κατανόηση , ειρωνεία? Και  η Χριστίνα? Θεατής των πάντων? Δεν ήξερε αν θα έβρισκε αυτό το κουράγιο . Όταν ξεκίνησε ήταν αποφασισμένη μα τώρα?
 Δύο ημέρες θα έμεναν με τον Άγγελο έπρεπε να βρει τη δύναμη.
 Το βραδάκι βγήκαν οι τρεις τους για φαγητό.
 - Τι έχεις ?την ρώτησε.
  - Τίποτα ! τίποτα ! απάντησε και χαμογέλασε αμήχανα.
 Η μικρή Χριστίνα δεν ξεκόλλησε ούτε στιγμή από την αγκαλιά του πατέρα της του είπε για το σχολείο της, για τον Πετράκη , την γιαγιά της , τις φίλες της , όμως για τον θείο Νίκο τσιμουδιά λες και ήξερε ότι αυτό δεν έπρεπε να το μάθει γιατί θα τον στεναχωρούσε.
 Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο η Ελένη ετοίμασε την Χριστίνα για  ύπνο. « Μόλις κοιμηθεί το παιδί θα μπορέσω να του μιλήσω» σκέφτηκε. Την πήρε να την αλλάξει και ζήτησε από τον Άγγελο να της φέρει  τις πιζάμες από την βαλίτσα. Ήταν η στιγμή που το κουτί της Πανδώρας άνοιξε. Ο Άγγελος ψάχνοντας για τις πιζάμες βρήκε τον μικρό χαρτοκόπτη. Δεν χρειάστηκε καμία εξήγηση για να καταλάβει ότι ήταν ένα δώρο για κάποιον άνδρα . Το πρόσωπό του σκοτείνιασε , τα μάτια του έγιναν σαν αγριεμένη θάλασσα. Γύρισε στην Ελένη.
 - Για ποιόν είναι αυτό ? ρώτησε. 
 Η καρδιά της Ελένης πήγε να σπάσει, για μερικά δευτερόλεπτα τον κοιτούσε χωρίς να μπορεί να πει μια λέξη.
 - Ελένη σε ρωτάω για ποιόν προορίζεται αυτός ο χαρτοκόπτης?
  Εκείνη μάζεψε όλη τη δύναμή της και ψέλλισε.
-Θα σου εξηγήσω μόλις βάλω το παιδί να κοιμηθεί
-Όχι τώρα! φώναξε άγρια ο Άγγελος.
-Είχα σκοπό να σου μιλήσω σήμερα , άλλωστε γι αυτό ήρθα. Θέλω …να χωρίσουμε υπάρχει…. κάποιος άλλος στη  ζωή μου και… τον αγαπώ.
  Ο Άγγελος μ’ ένα πήδημα βρέθηκε κοντά της σήκωσε το χέρι του και την χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο.
- Με ξεφτίλισες είσαι μια πόρνη.!!! Φώναξε.
  Η Ελένη βούτηξε στην αγκαλιά της το παιδί
-Φεύγω! Φεύγω τώρα!!! Δεν θέλω να ζήσω άλλο μαζί σου, μου κατέστρεψες την ζωή μου !!! Του φώναξε αγανακτισμένη κλαίγοντας. και αφήνοντας την μικρή στο κρεβάτι έκανε να πάρει την βαλίτσα της .
-Ο Άγγελος κρατώντας τον χαρτοκόπτη , όρμησε απειλητικά επάνω της .
-Θα σε σκοτώσω ! ούρλιαξε.
Η Ελένη έκανε μια κίνηση στο πλάι να τον αποφύγει και με όλη της τη δύναμη φώναξε.
-  Βοήθεια! Βοήθεια!
 Ο ξενοδόχος ακούγοντας τις φωνές είχε ανέβει επάνω και βρισκόταν πίσω από την πόρτα . Χτύπησε με δύναμη ρωτώντας τι συμβαίνει .
          Ο Άγγελος συνήλθε, πέταξε τον χαρτοκόπτη στο πάτωμα και απήντησε στον ξενοδόχο.
           -Τίποτα,,τίποτα!                                                                     
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έπιασε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια
 Μπρος στα μάτια της μικρής Χριστίνας είχε παιχτεί ένα δράμα με εικόνες που δεν θα έσβηναν ποτέ από το μυαλό της . Η χαρά της και η ευτυχία της είχαν χαθεί μέσα σε λίγα μόνο λεπτά. Άπλωσε τα χεράκια της αναζητώντας την αγκαλιά της μητέρας της . Η Ελένη έκλαιγε βουβά σφίγγοντας στην αγκαλιά της την κόρη της .  Για αρκετή ώρα δεν μίλησε κανείς. Ύστερα ο Άγγελος κατεβάζοντας τα χέρια από το κεφάλι γύρισε και της είπε
      -Πολύ καλά αφού θέλεις διαζύγιο θα το έχεις . Όμως τα παιδιά θα τα πάρω εγώ
-Όχι ! Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό. Όχι ποτέ!: η φωνή της έμοιαζε με κραυγή πληγωμένου ζώου.
    Την άλλη μέρα ο Άγγελος δήλωσε παραίτηση.
Μπήκαν και οι τρεις στο καράβι και επέστρεψαν στην Αθήνα Το γυαλί είχε ραγίσει για όλους , για τον Άγγελο, την Ελένη και την μικρή Χριστίνα .Ο πατέρας της, είχε φώλιασε τον φόβο στα αθώα μάτια της και την ανασφάλεια στην παιδική ψυχή της .

     Το διαζύγιο ο Άγγελος και η Ελένη δεν το πήραν ποτέ .
        Ο παράνομος έρωτας της με τον Νίκο κράτησε κάποια χρόνια, ήταν για κείνη πάντα ο άνθρωπος που της έδινε κουράγιο, που γέμιζε την άδεια ζωή της μα  σιγά – σιγά ξεθώριασε . Ο Νίκος θέλησε να κάνει δική του οικογένεια όσο κι αν αγαπούσε την Ελένη.
        Ο Άγγελος μη μπορώντας μακριά της συμβιβάστηκε, ζώντας τον δικό του Γολγοθά,  χωρίς να το δείχνει.
Οι απειλές του ήταν μόνο λόγια. Οι αδυναμίες του έγιναν κυρίαρχος της λογικής του.
       Τα χρόνια πέρασαν , το ζευγάρι γέρασε, χωρίς να μιλήσει ποτέ ξανά γι αυτό το θέμα είχε ανάγκη να το θάψει βαθιά μέσα του ο καθένας για τους δικούς του λόγους.  Η μικρή Χριστίνα έκανε δική της οικογένεια , ο Πέτρος έφυγε στην Αμερική.
        Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα ο Άγγελος έσβησε , το νοικοκυριό της Ελένης μοιράστηκε, μόνη πια και ανήμπορη θα πήγαινε να ζήσει κοντά στην κόρη της  Η Χριστίνα ξεκαθαρίζοντας το πράγματα της μητέρας της μέσα στο μικρό συρτάρι της παλιάς βιβλιοθήκης βρήκε μια φωτογραφία του Νίκου και τον  μικρό χαρτοκόπτη « ΕΝΘΥΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ» Τον έσφιξε στο χέρι της και χαμογέλασε πικρά. Ένα τόσο δα μικρό αντικείμενο, ευτελούς αξίας. είχε ραγίσει εκείνη την νύχτα την μικρή της καρδιά.
         Αν δεν υπήρχε αυτός ο χαρτοκόπτης ίσως η Ελένη να μην έβρισκε ποτέ το κουράγιο να μιλήσει στον Άγγελο, όπως δεν το βρήκε ποτέ να χωρίσει, ίσως ο Άγγελος να συνέχιζε το ταξίδι του, ίσως η μοίρα τους να είχε γραφτεί διαφορετικά.
         Ποιος το ξέρει;   
                                     Τ  Ε  Λ  Ο  Σ












Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί