Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ευτυχία, ένας περαστικός επισκέπτης



        Η αμαξοστοιχία για Θεσσαλονίκη θα αναχωρούσε σε 10 λεπτά. Ανέβηκα στο βαγόνι, τακτοποίησα το σακίδιο μου και κάθισα στη θέση με τον αριθμό που αναγραφόταν στο εισιτήριο.
   Θα έκανα ένα επαγγελματικό ταξίδι ρουτίνας, άνοιξα το βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου και άρχισα να διαβάζω.
  Μερικά λεπτά αργότερα, μια γλυκιά, θα μπορούσα να πω όμορφη γυναίκα, είδα να πλησιάζει ψάχνοντας τους αριθμούς των κάθισμά των.
 Με την πρώτη ματιά με εντυπωσίασε το ακριβό της ντύσιμο. Μπότες και τσάντα από γνήσιο δέρμα,  σουέτ μπεζ σακάκι μακρύ με γούνα στο γιακά και κοσμήματα σίγουρα κάποιας αξίας.
  Μέσα στο τραίνο σπάνια συναντάς τέτοιες παρουσίες. Εγώ, που έκανα συχνά αυτό το δρομολόγιο δεν είχα τουλάχιστον ξαναδεί.  Συνήθως τζιν, μπουφάν άντε και κανένα ινδικό χαϊμαλί. Κάθισε δίπλα μου.  Δεν είχε αποσκευές,  ούτε καν μια μικρή βαλίτσα. Μου χαμογέλασε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι της.  Είχε δυο υπέροχα λαμπερά μάτια και κατάλευκα δόντια. Η ηλικία της απροσδιόριστη. Θα μπορούσε να ήταν σαραντάρα που όμως έδειχνε πέντε- έξι χρόνια νεώτερη.
  Έσκυψα στο βιβλίο μου και συνέχισα να διαβάζω. Με την άκρη του ματιού μου κοίταζα τα χέρια της που έστριβαν με κάποια νευρικότητα το εισιτήριο που κρατούσε.
   Θα πέρασε περίπου μισή ώρα από την στιγμή που ξεκινήσαμε.  Το βαγόνι είχε ελάχιστους επιβάτες κάτι που δεν συνέβαινε συχνά. Τις περισσότερες φορές ήταν γεμάτο με νεαρούς φοιτητές.
    Η κυρία δίπλα μου άνοιξε την τσάντα της,  και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα.
    «Μήπως έχετε φωτιά ;» με ρώτησ
  «Ναι!» της απάντησα, βάζοντας το χέρι μου στην τσέπη και βγάζοντας τον αναπτήρα μου
                                                                                        
 Της τον έδωσα.  Άναψε το τσιγάρο της και προσέφερε και σε μένα ένα.
 «Κάνει ψύχρα» μου είπε δίνοντας μου τον αναπτήρα πίσω. «δεν έχω ξανά ταξιδέψει με τραίνο, μήπως γνωρίζετε σε πόσες ώρες θα είμαστε στην Θεσσαλονίκη;»
  «Έξι- επτά αν δεν έχει καθυστέρηση» της απάντησα
  «Από την Θεσσαλονίκη είσθε; » με ξαναρώτησε
   «Όχι! Από Αθήνα. Πάω για δουλειές της εταιρίας που εργάζομαι. Εσείς; »
  «Γέννημα θρέμμα!» μου απάντησε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
  Ξαναγύρισα στις σελίδες του βιβλίου μου, μα χωρίς να μπορώ να συγκεντρωθώ. Κάτι με τραβούσε σαν μαγνήτης σ’ αυτή τη γυναίκα.  Γύρισα και την κοίταξα πάλι. Είχε κλείσει τα μάτια της κι από την άκρη τους κυλούσαν δάκρυα.
  «Έχετε κάτι; » τόλμησα να την ρωτήσω
  « Όχι! Όχι! »
   Έδειξε να ταράχτηκε από την ερώτησή μου. Γύρισε και με κοίταξε. Σκούπισε τα δάκρυά της και ύστερα από μια μικρή παύση ξαναείπε.
   «Ίσως και να έχω»
  Η απάντηση της, με έκανε να πάρω το θάρρος και να της πω διστακτικά.
 «Αν θα σας έκανε καλό να μιλήσετε σε κάποιον… Αν θέλετε… Θα μπορούσα να σας ακούσω….
  Με κοίταξε με ένα ερωτηματικό βλέμμα, ίσως προσπάθησε να διαβάσει στο δικό μου εάν πράγματι ήμουν αποφασισμένη να την ακούσω.
                     «Είσαι νέο κορίτσι,,…ίσως και να μην μπορέσεις να με καταλάβεις ή κι αν με καταλάβεις να μην με δικαιολογήσεις. Η ζωή τις περισσότερες φορές με το ένα χέρι μας δίνει και με το άλλο μας παίρνει» είπε σαν να μιλούσε στον εαυτό της «Θα ήθελα αλήθεια να σου διηγηθώ την ιστορία μου, αν δεν σε κουράζω βέβαια….έχουμε μακρύ ταξίδι,  νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Δεν το έχω κάνει ποτέ μέχρι σήμερα, Θα είναι κάτι σαν εξομολόγηση. »
                       Ανάψαμε πάλι τσιγάρο και άρχισε διστακτικά και κομπιάζοντας στην αρχή να   ξεδιπλώνει τη ζωή της. Η περιέργεια είχε ήδη φωλιάσει μέσα μου. Το όνομά μου είναι Δάφνη. Μου είπε και καρφώνοντας το βλέμμα της στο κενό, άρχισε να βυθίζεται στο παρελθόν της.



Εκείνο το καλοκαίρι είχα  τελειώσει το Γυμνάσιο. Με την μητέρα μου αποφασίσαμε να έρθουμε στην Αθήνα να περάσουμε λίγες ημέρες κοντά στην αδελφή της. Κρυφή μου σκέψη ήταν να την πείσω, με την βοήθεια της θείας, να με αφήσει να γραφτώ στην Δραματική σχολή.
                                                                                            Ο πατέρας μου, είχε πεθάνει πριν δυο χρόνια και όπως καταλαβαίνεις όλη της η αγάπη και η φροντίδα είχε πέσει σε μένα. ‘Ένοιωθα ότι πνιγόμουν.  Εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο πολύ με καταπίεζε η υπερβολική της αδυναμία. Το άγχος της για την σταδιοδρομία μου, τις σπουδές μου, ήταν σαν ένα πελώριο πλοκάμι τυλιγμένο γύρω στο λαιμό μου, που με έσφιγγε και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.  Η οικονομική μας κατάσταση ήταν αρκετά καλή. Θα μπορούσα αν ήθελα να σπουδάσω στο εξωτερικό, Αμερική, Λονδίνο….
                  Η αδελφή της, η θεία Άννετα, αν και μεγαλύτερη από τη μητέρα μου, ήταν πιο αλέγρος άνθρωπος, με πιο μοντέρνες ιδέες, ήταν καλλιτέχνης βλέπεις, ζωγράφος, και μπορώ να πω καταξιωμένη στο χώρο της.  Σ’ αυτήν είχα στηρίξει τις ελπίδες μου για την πραγματοποίηση του ονείρου μου να γίνω ηθοποιός.  Κάτι που η μητέρα μου δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Η θεία Αννέτα μου είχε υποσχεθεί ότι θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να την πείσει όταν θα κατεβαίναμε στην Αθήνα.
                     Η θεία Άννετα... η γλυκιά κι αγαπημένη μου... την ένιωθα σαν φίλη. Δεν την έβλεπα συχνά, όμως μιλούσα μαζί της στο τηλέφωνο σχεδόν κάθε μέρα. Μπορούσα να της ανοίγω την καρδιά μου να συζητάμε τις ανησυχίες μου,  τα φλερτ μου.
 
                                                                                         

Το σπίτι  ήταν ένα παλιό διώροφο στο κέντρο της Αθήνας ,κληρονομιά από τον άνδρα της που τον είχε χάσει σχεδόν δέκα χρόνια πριν. Ήταν  δικαστικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Παιδιά δεν είχαν κι εγώ ήμουν η αγαπημένη της και μοναδική ανιψιά .Ήξερα ότι με αγαπούσε σαν κόρη της. Μετά τον θάνατό του, αποφάσισε να κρατήσει ένα μικρό μέρος του τεράστιου εκείνου σπιτιού και το υπόλοιπο κάνοντας τις απαραίτητες μετατροπές, το νοίκιαζε σε φοιτητές.
Ένας ,από τους ενοίκους της, ήταν και η Τάσος.  Είχε έρθει από την Λάρισα και σπούδαζε Νομική.  Δυο μαθήματα χρωστούσε και θα έπαιρνε πτυχίο. Ήταν καλό και ευγενικό παιδί.  Η θεία Αννέτα τον είχε ξεχωρίσει.
Πολλές φορές τα βράδια της κρατούσε συντροφιά.  Του έκανε το τραπέζι, έπιναν το ποτό τους, είχαν μια καλή επικοινωνία.  Ο Τάσος, έδειχνε να την θαυμάζει.  Άλλωστε η θεία ήταν αρκετά μορφωμένος άνθρωπος, με μοντέρνες ιδέες.  Μπορούσε να συζητήσει κανείς μαζί της διάφορα θέματα.
                     Την επόμενη κιόλας ημέρα της άφιξης μας ,ζήτησε από τον Τάσο να με ξεναγήσει, να γνωρίσω την Αθήνα.
                    -Τάσο καλέ μου, η Δάφνη μας πρέπει να γνωρίσει την Αθήνα. Πιστεύω, ότι είσαι ο πλέον κατάλληλος γι αυτό.
 Εκείνος, πρόθυμος και κεφάτος δέχτηκε την πρότασή της με χαρά.
                Κάναμε μια μεγάλη βόλτα στην Πλάκα, στο Μοναστηράκι, χαζέψαμε τα μικρά μαγαζιά με τα κρεμασμένα στους δρόμους εμπορεύματα
               -Έχω ακούσει τόσο πολλά γι αυτή τη μικρή γωνιά της Αθήνας, είπα, και πάντα ήθελα να την γνωρίσω.  Θέλω να αγοράσω τα πάντα, φώναξα γεμάτη ενθουσιασμό.
                -Ε!  Μικρή συγκρατήσου κι αύριο και μεθαύριο όλα εδώ θα είναι κι εμείς μπορούμε να ξανάρθουμε, είπε ο Τάσος τραβώντας μου το χέρι. Έλα τώρα,  να σε πάω εκεί ψηλά. Βλέπεις;  Και μου έδειξε τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.  Να είσαι σίγουρη ότι έχεις τον καλύτερο ξεναγό της πόλης.
                   Πραγματικά ο Τάσος ήταν ο καλύτερος ξεναγός. Ήξερε τόσα πολλά για τα αρχαία μνημεία και την ιστορία τους, που αν κι εγώ δεν είχα και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για όλα αυτά με έκανε να νιώσω θαυμασμό και περιέργεια για τα πάντα.  νέο αγόρι Μετά, ανεβήκαμε στο Λυκαβηττό. Ήμουν πολύ χαρούμενη που είχα συντροφιά ένα όμορφο νέο αγόρι και θα περνούσαν οι μέρες των διακοπών μου ευχάριστα.
                    Η παρέα του ήταν ευχάριστη, μου μίλησε για τις σπουδές του τα όνειρά του, τις φιλοδοξίες του. Ήθελε να γίνει, ένας καλός δικηγόρος. Ήταν κι αυτός μοναχοπαίδι και οι δικοί του ήθελαν να γυρίσει πίσω, στην Λάρισα, να κάνει εκεί καριέρα.  Ο πατέρας του σαν στρατιωτικός, είχε πολλές και καλές γνωριμίες στην πόλη τους. Θα του έφτιαχνε ένα γραφείο, με εξασφαλισμένη πελατεία και θα είχε σίγουρα ένα λαμπρό μέλλον,  όπως του έλεγε.
                 Του μίλησα κι εγώ για το δικό μου όνειρό να γίνω ηθοποιός. Έδειξε να μην συμφωνεί λέγοντάς μου πως έστω ακόμα και για ένα μικρό ρολάκι θα έπρεπε να περάσω από το κρεβάτι, του εκάστοτε σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου για να τον κερδίσω, κι αυτό ίσως να μην ταίριαζε στο χαρακτήρα μου.
                  Με τον Τάσο  βγαίναμε καθημερινά, πότε για καφέ, πότε για χορό.
‘Ένα απόγευμα ήρθε κρατώντας δυο εισιτήρια στο χέρι του
-‘Έλα μικρή {έτσι με αποκαλούσε πάντα} τυχερή είσαι κοίτα…
Διάβασα τα μεγάλα μαύρα γράμματα. «ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΑΛΑΡΑ»
-Δεν το πιστεύω! φώναξα ,είναι ο αγαπημένος μου!  Και γεμάτη ενθουσιασμό, χτύπησα τα χέρια μου και αγκαλιάζοντας τον του έδωσα ένα φιλί.
-Ήμουνα σίγουρος γι αυτό.  Άντε ετοιμάσου και σε λίγο φεύγουμε. Θα έχουμε μαζί μας και κάποια άλλα παιδιά, συμφοιτητές μου, δεν νομίζω να σε πειράζει;
-Τι λες τώρα εγώ πετάω από τη χαρά μου, είπα
 Είχαμε πάρει μαζί μας και δύο μπουκάλια κρασί. Έγινε μεγάλο κέφι εκείνο το βράδυ και γυρνώντας τραγουδούσαμε στο δρόμο αγκαλιασμένοι σαν να γνωριζόμαστε από παλιά.
         Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα.  Πριν την αναχώρησή μας μου είπε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί μου, ότι ήθελε να ξαναβρεθούμε και όταν θα τελείωνε θα ερχόταν να με βρει. Αργότερα έμαθα ότι τον ερωτά του τον  είχε εξομολογηθεί και στην θεία Αννέτα. Έτσι την παραμονή, εκείνη κατάφερε να πείσει την μητέρα μου να με αφήσει λίγες μέρες ακόμα μαζί της, να της κάνω συντροφιά.  Ήταν έξυπνη γυναίκα και τον Τάσο τον είχε δει σαν ένα καλό γαμπρό.  Η μητέρα μου κατάλαβε τις προθέσεις της, αντέδρασε λίγο, όμως δεν μπόρεσε να της αρνηθεί.
           Ο  «έρωτας»  κι ο Τάσος βέβαια, έγιναν η αιτία να εγκαταλείψω το όνειρό μου αλλά και το να σπουδάσω γενικότερα,
     Μόλις πήρε το πτυχίο του και ενώ ήταν ακόμη στο στρατό ήμουν παντρεμένη μαζί του και περιμέναμε το πρώτο μας παιδί .  Η θεία δεν του είχε αφήσει περιθώρια για μακροχρόνιους δεσμούς.

  Όταν απολύθηκε,  για λίγο καιρό, μέχρι να γεννήσω μείναμε στη Λάρισα στο πατρικό του μαζί με τους δικούς του, που ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι αυτόν τον γρήγορο γάμο.  Ήταν σκληροί άνθρωποι  και δεν αισθανόμουν όμορφα μαζί τους. Ζήτησα από τον άνδρα μου να μετακομίσουμε στη Θεσσαλονίκη κοντά στη  μητέρα μου.  Προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει πως είχα ανάγκη από την βοήθειά της. Στην αρχή δεν ήθελε ούτε να το ακούσει
       «Τι θα κάνω στην Θεσσαλονίκη, μου έλεγε. Δεν με γνωρίζει κανείς Η καριέρα μου είναι εδώ».
         -Κι εγώ έχω την ανάγκη της.  Χρειάζομαι έναν δικό μου άνθρωπο να με φροντίζει τώρα που θα έρθει το μωρό.  Δεν το καταλαβαίνεις; Είσαι εγωιστής,  ο γάμος μας ήταν ένα μεγάλο λάθος.
          -Εγωίστρια είσαι εσύ που μου ζητάς να αφήσω την καριέρα μου, τις γνωριμίες του πατέρα μου  και να έρθω σώγαμπρος στη Θεσσαλονίκη.  Δυστυχώς Δάφνη δεν μπορώ.
         Αποφάσισα να τον εγκαταλείψω, να φύγω μόνη μου.  Είχαμε φτάσει σε αδιέξοδο. Οι καυγάδες μας ήταν καθημερινοί. Οι δικοί του έμπαιναν στη μέση.
         « Θα είσαι η καταστροφή του,  μου έλεγαν. Τον τυλίξατε, εσύ και η θεία σου και τώρα …να τα αποτελέσματα»
       Κλεινόμουν στο δωμάτιο μου και έκλαιγα δεν μπορούσα να φανταστώ την ζωή μου μέσα σ’ αυτόν τον αφιλόξενο χώρο, της οικογενείας του. Είχα δει τα όνειρά μου κομμάτια δεν ήθελα ούτε το παιδί που κουβαλούσα στα σπλάχνα μου.  Δυο μήνες πριν γεννήσω, είπα στον Τάσο.
      « Εγώ φεύγω, αν θέλεις να με ακολουθήσεις καλώς, αν όχι, χωρίζουμε» Ήμουν αποφασισμένη. Όσο κι αν προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη δεν τα κατάφερε.  Πήρα τα πράγματα μου και επέστρεψα κοντά στην μητέρα μου. Ο Τάσος, δεν είχε βρει το κουράγιο να με ακολουθήσει. Αυτή η αδυναμία του να αντισταθεί στους δικούς του ,τον είχε ρίξει στα μάτια μου. Δεν ένοιωθα ασφαλής κοντά του.  Είδα έναν άβουλο άντρα που δεν είχε τη δύναμη να στηρίξει την οικογένεια του. Ο έρωτας μου γι αυτόν είχε κάνει φτερά.
         Η μητέρα μου χωρίς να δικαιολογήσει την απόφαση μου,  ένοιωσα ότι χάρηκε που ήμουν πάλι κοντά της.  Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με κάνει να νιώσω χαρούμενη.  Ψώνιζε ρουχαλάκια για το εγγονάκι της, παιχνίδια και διαμόρφωσε ένα δωμάτιο του σπιτιού μας σε παιδικό.
        Ο Τάσος για μια ολόκληρη εβδομάδα δεν με πήρε τηλέφωνο.  Με την μητέρα μου υποψιαζόμουν ότι επικοινωνούσε συχνά και τον ενημέρωνε για την υγεία μου.  Τον είχε παρακαλέσει να με αφήσει να ηρεμήσω και ότι όλα θα πάνε καλά.
        Ένα πρωί, χτύπησε το κουδούνι.  Ήταν ο Τάσος.  Ήρθε να μου ζητήσει συγνώμη και να μου πει πως είχε τακτοποιήσει το θέμα.  Θα ερχόταν να ζήσει μαζί μας.  Αν και κάτι είχε ραγίσει μέσα μου, τον δέχτηκα μη μπορώντας να κάνω διαφορετικά.  Σε λίγες εβδομάδες θα έφερνα στον κόσμο το παιδί μας.
         Είχα μια δύσκολη γέννα. Το παιδί μου ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, γεννήθηκε με ένα αρκετά σοβαρό πρόβλημα. Στο αριστερό του χεράκι υπήρχε μια μικρή δυσμορφία.  Μπορείς να καταλάβεις την πίκρα μου και τις τύψεις μου.  Νόμιζα ότι ήταν μια σκληρή τιμωρία για μένα, για τις σκέψεις που είχα κάνει πως δεν ήθελα να γεννηθεί αυτό το παιδί.
          Η χαρά μας έγινε μια βουβή θλίψη.  Ο Τάσος προσπαθούσε να γλυκάνει τον πόνο μου.  Μιλούσε με γιατρούς και μου έλεγε ότι υπήρχαν ελπίδες όταν θα μεγαλώσει με κάποιες επεμβάσεις … λόγια παρηγοριάς που εγώ δεν πίστευα. Κλείστηκα στον εαυτό μου, απομακρύνθηκα από κάθε κοινωνική  δραστηριότητα  και αφοσιώθηκα  στο να μεγαλώνω την κορούλα μου με ιδιαίτερη φροντίδα και στοργή πάντα με την βοήθεια της μητέρας μου που ήταν για μένα το μεγάλο μου στήριγμα.
            Ο Τάσος είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Έχτιζε την καριέρα του, όπως έλεγε.  Σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα , έγινε ένας γνωστός δικηγόρος στην πόλη μας . 

                                                                                         

 Δυο χρόνια αργότερα, έμεινα πάλι έγκυος.  Δεν ήθελα να κρατήσω το παιδί.  Φοβόμουν μήπως η ιστορία επαναληφθεί.  Μήπως φέρω στον κόσμο πάλι άλλο ένα παιδί με πρόβλημα. Ο γιατρός μου, ένας γλυκύτατος άνθρωπος, με την επιμονή του και την υπομονή του, κατόρθωσε να διώξει τους φόβους μου κι έτσι σε λίγους μήνες αποκτήσαμε και ένα χαριτωμένο, αυτή την φορά αρτιμελές αγοράκι.
       Η κορούλα μου, είχε μάθει να κάνει τα πάντα χωρίς καμιά δυσκολία.  Ήταν χαρισματικό παιδί, πανέξυπνο και η ιδιομορφία της μπροστά στην προσωπικότητά της περνούσε σχεδόν απαρατήρητη ή έτσι τουλάχιστον ήθελα να το βλέπω εγώ.
      Ο Τάσος ,ήταν απορροφημένος με την δουλειά του.  Έκανε πολλά ταξίδια, γύριζε αργά το βράδυ στο σπίτι και πάντα όπως έλεγε «πτώμα». Μόνο κάθε Κυριακή, μας αφιέρωνε λίγο από τον χρόνο του, παίζοντας με τα παιδιά ή πηγαίνοντας όλοι μαζί κάποια εκδρομή.
         Ένιωθα τόσο μόνη, είχα θάψει την γυναίκα μέσα μου.  Πολλές φορές κοιταζόμουν στον καθρέφτη και δεν πίστευα αυτό που έβλεπα.. αναρωτιόμουν, τι απέγινε η Δάφνη, η κοκέτα, που αγαπούσε το καλό ακριβό ντύσιμο, που κάθε βδομάδα πήγαινε στο κομμωτήριο, που φρόντιζε την εμφάνισή της  μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.  Τώρα είχα μπροστά μου μια νέα ατημέλητη γυναίκα που η ρόμπα και το νυχτικό είχαν γίνει ένα με το σώμα της.  Έπρεπε να αντιδράσω, έπρεπε να δώσω στον εαυτό μου ότι του ανήκε.
           Η ερωτική ζωή με τον άντρα μου, είχε γίνει σχεδόν ανύπαρκτη. Γύριζε αργά το βράδυ από διάφορα επαγγελματικά ραντεβού, όπως έλεγε.  Δεν του παραπονέθηκα ποτέ, δεν ήταν στον χαρακτήρα μου οι σκηνές ζήλιας ή η κρεβατομουρμούρα. Τον άφηνα να ρυθμίζει τη ζωή του όπως εκείνος ήθελε. Όμως, η κατάθλιψη, είχε χτυπήσει την πόρτα μου.  Τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα χωρίς λόγο, είχα απομακρύνει από κοντά μου φίλους και συγγενείς.  Μόνο, με την θεία Αννέτα,   μιλούσα στο τηλέφωνο. Τα λόγια της, η αισιοδοξία της, η χαρά που έβγαζε το γέλιο της ήταν μια τονωτική ένεση για μένα.


 Ήταν η έβδομη επέτειος του γάμου μας.  Από το γραφείο του, ο Τάσος, με πήρε τηλέφωνο.
 «   Το βράδυ θα βγούμε, θέλω να γίνεις η όμορφη Δάφνη που γνώρισα» μου είπε.
 Τα λόγια του ήταν σαν ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπό μου.
   « Θεέ μου, σκέφτηκα πως φαινόμουν στα μάτια του; Μια γυναικούλα, μια ατημέλητη νοικοκυρούλα που το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν νόστιμα φαγητά, να φροντίζει το σπίτι, τα παιδιά, να πλένει και να σιδερώνει; Γιατί δεν μου το είπε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί δεν μπόρεσα εγώ ποτέ να το καταλάβω;
     Έκλεισα ραντεβού στο κομμωτήριο, αγόρασα ένα υπέροχο κόκκινο φόρεμα και πρόσεξα το μακιγιάζ μου ως την τελευταία λεπτομέρεια .  Η φιγούρα μου στον καθρέφτη ήταν κάτι περισσότερο από ικανοποιητική.

      Είχα χρόνια να δω τον θαυμασμό στα μάτια του άντρα μου. Εκείνο το βράδυ ένιωσα θεά..  Πήγαμε σε ένα ήσυχο piano bar.  Μετά το φαγητό, ο Τάσος ζήτησε να μας ανοίξουν μια γαλλική σαμπάνια.  Έβγαλε  από την τσέπη του ένα κουτί και μου ζήτησε να το ανοίξω. Μέσα  είχε ένα χρυσό μπρελόκ που κρεμόταν ένα κλειδί αυτοκινήτου.
      « Το δώρο σου, μου είπε. Τώρα τα παιδιά μεγάλωσαν, ένα αυτοκίνητο σας είναι απαραίτητο.»
        Τα μάτια μου γέμισαν έκπληξη.  Ένα αυτοκίνητο δικό μου. Έσκυψα και τον φίλησα.  Ήταν το καλύτερο δώρο.  Εκείνη την εποχή, πρέπει να σου πω το αυτοκίνητο ήταν είδος πολυτελείας.  Ένιωσα ότι μου χάρισε δύο φτερά για να πετάξω ξανά.  Σαν μια καλή νεράιδα, να με άγγιξε με το μαγικό της ραβδί.  Άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου, να ξαναβάζω στη ζωή μου ενδιαφέροντα, άνοιξα το σπίτι μας, δέχτηκα  φίλους…

                                                                                         
 Πέρασαν δυο χρόνια  γαλήνης και οικογενειακής ευτυχίας. Ο Τάσος ήταν τρυφερός μαζί μου.  Βγαίναμε συχνά, πηγαίναμε θέατρο, κινηματογράφο, διάφορες εκδηλώσεις…
   Ένα μεσημέρι  χτύπησε το τηλέφωνο.
  « Η κυρία Αργυρίου;  Με ρώτησε μια φωνή λίγο διστακτική.
  « Ναι! Ποιος είναι;» απάντησα
  « Σας τηλεφωνώ από το νοσοκομείο, ο σύζυγός σας  είχε μια μικρή αδιαθεσία, μην ανησυχείτε δεν είναι κάτι σοβαρό. Όμως χρειάζεται να έρθετε τώρα παρακαλώ»
   « Ναι!  Έρχομαι αμέσως»  απάντησα ταραγμένη.
   Όσο γινόταν πιο γρήγορα έφτασα κοντά του.  Βρήκα τον γιατρό που τον είχε αναλάβει.
  «Έμφραγμα, μου είπε, τον έχουμε στην εντατική, θα γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις και θα μάθουμε αν είναι κάτι σοβαρό Προς το παρών είναι εκτός κινδύνου. Σε δυο εικοσιτετράωρα θα ξέρουμε»
       Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.  Πώς; Ο Τάσος ήταν μια χαρά, υγιέστατος.  Το μόνο ελάττωμά του ήταν το άγχος για τη δουλειά του την καριέρα του, που τον έκανε να χάνει τον ύπνο του, να μην τρώει πολλές φορές και να πίνει παραπάνω από ότι θα έπρεπε.  Τον τελευταίο καιρό, είχε αρχίσει να παίρνει κάποια αγχολυτικά χαπάκια και κάπνιζε πολύ.  Όταν τα σκέφτηκα όλα αυτά, έπαψα να αναρωτιέμαι πως έπαθε το έμφραγμα. Όμως ήταν ακόμα τόσο νέος…
   Η διάγνωση ήταν κεραυνός εν αιθρία.  Έπρεπε να χειρουργηθεί .Η μικρή βλάβη στην καρδιά του υπήρχε από παλιά όμως ο Τάσος δεν το ήξερε.  Ευτυχώς όλα πήγαν καλά.  Σε ελάχιστο χρόνο ξαναγύρισε δειλά- δειλά στην εργασία του. Ο γιατρός, του συνέστησε να μην κουράζεται και να προσέχει.  Άρχισε πια να παίρνει μικρές υποθέσεις.  Αυτό, του στοίχισε πολύ.  Είδε κι αυτός τις φιλοδοξίες του και τα όνειρά του να ακολουθούν φθίνουσα πορεία. Εγώ μπορούσα να τον καταλάβω καλύτερα από όλους άλλωστε το είχα ζήσει κάποτε.  Είναι πολύ σκληρό να έχεις όνειρα και να μην μπορείς να τα πραγματοποιήσεις.  Έγινε νευρικός, οξύθυμος, όλα του έφταιγαν.  Η ευτυχία για άλλη μια φορά μας προσπέρασε...
   Ο καιρός περνούσε, όμως ο Τάσος κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του.  Έπαψε να με πλησιάζει πια σαν γυναίκα. Ήταν ο φόβος μήπως του ξανασυμβεί κάτι;  Παρόλο που ο γιατρός του είχε πει να ζει μια απόλυτα φυσιολογική ζωή.  Ήταν το σημάδι στο κορμί του που προσπαθούσε να το κρύψει πάντα από όλους μας;  Δεν τον ρώτησα ποτέ.
     Είχα κουραστεί από τις παραξενιές του και τις ιδιοτροπίες του. Ακόμα και τα παιδιά είχαν χάσει τον αυθορμητισμό τους.  Μια μελαγχολία βασίλευε στο σπίτι μας,  μια μελαγχολία που έκανε τα πάντα γύρω μας να φαίνονται μουντά και γκρίζα.  Δεν ήξερα πια που θα μπορούσε να μας οδηγήσει αυτή η κατάσταση.
       Άρχισα να αδιαφορώ για την φροντίδα των παιδιών μου, για το σχολείο τους, το ντύσιμό τους, είχα γίνει μια εγωίστρια που νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό της.  Έβγαινα καθημερινά με φίλες μου.  Ήθελα να διασκεδάζω, να ντύνομαι με ακριβά ρούχα, έκανα μακρινές βόλτες με το αυτοκίνητό μου. Είχα γίνει, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήμουν παλιά. Ένιωθα πως αφού είχα τη ζωή μπροστά μου έπρεπε να την ρουφήξω,  να την ζήσω, να την απολαύσω, χωρίς να σκέφτομαι κανέναν άλλον. Η μητέρα μου, ήταν ο αφανής ήρωας που περνούσε όλες αυτές τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα μου με υπομονή και έδειχνε απεριόριστη φροντίδα στα παιδιά μου χωρίς καμία διαμαρτυρία.  Δεν ξέρω τελικά αν ήταν για καλό μου ή όχι. Ίσως αν αντιδρούσε, αν δεν επωμιζόταν τις δικές μου ευθύνες να είχα άλλη συμπεριφορά....
        Ένα πρωί, τους ανακοίνωσα πως φεύγω για λίγες ημέρες.  Θα πήγαινα στην θεία Αννέτα. Ένιωθα πως είχα ανάγκη από ξεκούραση και ηρεμία.  Ήμουν κατηγορηματική και δεν τόλμησε να αντιδράσει κανείς σ’ αυτή μου την απόφαση.

                                                                                       

 Η θεία Αννέτα με υποδέχτηκε γεμάτη χαρά. Βγήκαμε μαζί, πήγαμε για ψώνια, μας βρήκε το ξημέρωμα κουβεντιάζοντας...  Ένιωθα την ανάσα μου διαφορετική.  Απολάμβανα την ελευθερία μου σαν το πουλί που βγαίνει από το κλουβί του και πετάει με ανοιγμένα τα φτερά του.  Δεν σκεφτόμουν κανέναν και τίποτα και το χειρότερο δεν ένιωθα τύψεις γι αυτό
 « πόσο όμορφα είσαι θεία εδώ μόνη σου. Έχεις την  ελευθερία σου, δεν δίνεις λογαριασμό σε κανένα....πραγματικά σε ζηλεύω».  Της είπα.
   Η θεία Αννέτα , προσπάθησε να με προσγειώσει.
    « Αγάπη μου, αυτό βλέπουν τα μάτια τα δικά σου και μιλάνε τα νιάτα σου όμως ρώτα κι εμένα τι ανασφάλεια νιώθω όταν κλείνω την πόρτα μου το βράδυ, ξέροντας ότι, αν μου συμβεί κάτι δεν υπάρχει κανείς να ζητήσω μια βοήθεια, αν αρρωστήσω δεν έχω κάποιον να μου δώσει ούτε μια ασπιρίνη...Καλή μου Δάφνη η οικογένεια είναι δώρο θεού, ίσως τώρα να μην μπορείς να το καταλάβεις όμως αργότερα θα θυμηθείς τα λόγια μου. Αυτές τις λίγες ημέρες που θα μείνεις κοντά μου, εγώ θα νιώθω σαν να μου άνοιξαν την πόρτα του παράδεισου...Θέλω όταν γυρίσεις πίσω να προσπαθήσεις να κατανοήσεις το πρόβλημα του Νάσου, να του δώσεις εσύ τη δύναμη και το κουράγιο να το ξεπεράσει. Μιλήστε, επικοινωνήστε.   Η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός»
        Η θεία Αννέτα είχε δίκιο  όμως εγώ δεν είχα κουράγιο.

     Οι ημέρες κύλησαν γρήγορα.  Πριν φύγω με παρακάλεσε να περάσω από την ασφαλιστική της εταιρία να τακτοποιήσω κάποια εκκρεμότητα που είχε.
      «θα ζητήσεις τον κύριο Ανδρέα, μου είπε είναι ο ασφαλιστής μου. Θα τον πάρω τηλέφωνο να σε περιμένει».
      Ο Ανδρέας ήταν ένας ψηλός, όμορφος άνδρας. Δεν ξέρω πόσοι πιστεύουν στον κεραυνοβόλο έρωτα όμως εγώ μόλις συναντηθήκαν οι ματιές μας ένιωσα να περνά από το σώμα μου ηλεκτρικό ρεύμα.
      Μπήκα στο γραφείο του, με υποδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο, σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου του με πλησίασε και απλώνοντας το χέρι έσφιξε το δικό μου δίνοντας μου το μήνυμα που ήθελα να πάρω. Αν με ρωτήσεις πως βρεθήκαμε σε ένα ταβερνάκι τρώγοντας μεσημεριανό και πίνοντας μπύρα, δεν θα μπορέσω να σου απαντήσω. Όταν μου το πρότεινε, τον ακολούθησα σαν υπνωτισμένη.
      Ήταν παντρεμένος και είχε κι εκείνος δυο παιδιά. Είχε προβλήματα στον γάμο του και αγωνιζόταν κάνοντας τον ασφαλιστή για το μεροκάματα, όπως μου είπε.
      Δώσαμε ραντεβού να βρεθούμε πάλι το βράδυ. Μη ξέροντας τι δικαιολογία να πω στη θεία Αννέτα, αποφάσισα να της πω την αλήθεια.
     « Εσύ αποφασίζεις, μου είπε, είσαι μεγάλη γυναίκα. Εγώ το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πρόσεχε, μην παίξεις με την φωτιά, μπορεί να καείς».
      « Σ’ ευχαριστώ,» της είπα, και την αγκάλιασα φιλώντας την. 
        Πολλή αργότερα, μου διηγήθηκε έναν κρυφό της έρωτα που έζησε όταν ήταν κι εκείνη παντρεμένη και έτσι μπόρεσα να εξηγήσω την τόσο χαλαρή αντίδραση της.
        Εκείνο το βράδυ έγινε η αφετηρία ενός παράνομου, παράλογου και  παθιασμένου έρωτα..
        Ο Ανδρέας ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητό του, δεν ήξερα που πηγαίναμε, δεν με ενδιέφερε άλλωστε, μου άρεσε που ήμουν δίπλα του που μιλούσαμε σαν να γνωριζόμαστε από πάντα, που γελούσαμε, που μου κρατούσε το χέρι...
        Σταματήσαμε σ’ ένα ήσυχο μέρος στην παραλία. Με πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να με φιλάει παθιασμένα. Ανταποκρίθηκα κι εγώ με το ίδιο πάθος. Η «γυναίκα» είχε ξυπνήσει μέσα μου. Τον ήθελα τόσο πολύ. Κάθε ίνα του κορμιού μου φώναζε «θέλω να μου κάνεις έρωτα. Τώρα!!!».
         Ο Ανδρέας είχε καταλάβει την δίψα μου για έρωτα. Άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Σε λίγο, Βρεθήκαμε σ’ ένα κοντινό ξενοδοχείο που φιλοξενούσε παράνομα ζευγάρια. Σαν αχόρταγο θηρίο το σώμα μου προσπαθούσε να χορτάσει την πείνα του για έρωτα. Ήταν ο τέλειος εραστής. Δεν μετάνιωσα ούτε μια στιγμή για ότι έκανα. Ποτέ με τον Νάσο δεν είχα νιώσει τέτοιο πάθος, τόσο έντονο οργασμό.
         Γύρισα σπίτι μεθυσμένη από έρωτα. Η θεία Αννέτα είχε κοιμηθεί. Εγώ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Έφερνα τις εικόνες ξανά και ξανά στο μυαλό μου και ένιωθα την ζάλη του έρωτα να με κυριεύει.
          Έδωσα παράταση στην παραμονή μου μια βδομάδα ακόμη. Κάθε βράδυ ζούσα με τον Ανδρέα το ίδιο όνειρο, τις ίδιες ατέλειωτες στιγμές πάθους.

         Μπήκα στο αεροπλάνο χαρούμενη, ανανεωμένη, γεμάτη αισιοδοξία, έβλεπα τα πάντα γύρω μου όμορφα. Έσφιξα τα παιδιά στην αγκαλιά μου με περίσσια τρυφερότητα. Ακόμα και τον Νάσο που είχα αρχίσει να τον βλέπω σαν εχθρό μου τον ένιωσα φίλο μου. Δεν ένιωθα τύψεις. Ήξερα ότι είχα κάνει κάτι για μένα. Κάτι που ίσως να έσωζε τον γάμο μου. Ίσως να ακούγεται παράλογο όμως εγώ το πίστευα.
     Με τον Ανδρέα μιλούσαμε καθημερινά στο τηλέφωνο. Με γέμιζε λόγια αγάπης, έρωτα .Μου ζητούσε να βρεθούμε ξανά όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Η τρέλα μου όμως για κείνον μεγαλύτερη. Έπρεπε να βρω κάποια δικαιολογία να βρεθώ πάλι κοντά του. Έβαλα στο παιχνίδι την φίλη μου την Ηρώ της ζήτησα να με βοηθήσει. Η Ηρώ ήταν μέλος σε διάφορους συλλόγους, παρακολουθούσε σεμινάρια και γενικώς ασχολείτο με τα κοινά. Ο Τάσος κάθε Πέμπτη δεν γύριζε το μεσημέρι για φαγητό στο σπίτι, ερχόταν αργά το βράδυ. Έτσι είπα στην μητέρα μου πως αποφάσισα κι εγώ να παρακολουθώ μαζί με την Ηρώ κάποια σεμινάρια ψυχολογίας πρωινά και το μεσημέρι θα  έτρωγα έξω μαζί της. Φρόντισα να είναι κάθε Πέμπτη ώστε να μην γίνεται αντιληπτή η απουσία μου από τον Τάσο.
     Ενημερώθηκα για τα δρομολόγια της Ολυμπιακής και έτσι άρχισαν οι εβδομαδιαίες συναντήσεις μου με τον Αντρέα.



  Πέρασαν επτά -οκτώ μήνες. Κάθε Πέμπτη ο Αντρέας με έπαιρνε από το αεροδρόμιο. Πηγαίναμε σε κάποιο κοντινό ξενοδοχείο, ζούσαμε λίγες ώρες γεμάτες έρωτα και επέστρεφα πάλι στην καθημερινότητά μου. Όσο κι αν σου φανεί παράξενο δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο από τον Ανδρέα εκτός από αυτές τις λίγες ώρες.
    Χειμώνιασε, τα δρομολόγια της Ολυμπιακής αραίωσαν. Οι καθυστερήσεις  ήταν συχνό φαινόμενο κι έτσι οι εβδομαδιαίες συναντήσεις μας δεν μπορούσαν να συνεχιστούν.
 Σε κάποια τηλεφωνική μας επικοινωνία ο Αντρέας μου είπε ότι είχε ένα τροχαίο ατύχημα. Το αυτοκίνητό του καταστράφηκε και μου ζήτησε να του δανείσω αν μπορούσα κάποια χρήματα για να αγοράσει καινούργιο. Του είχα πει και ήξερε ότι είχα δικό μου προσωπικό λογαριασμό στην τράπεζα από τις εισπράξεις ενοικίων, κάποιων ακινήτων που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου. Ναι ! Ήθελα να κάνω κάτι γι αυτόν και χωρίς δεύτερη σκέψη, συμφώνησα να τον βοηθήσω. Εκείνες τις ημέρες η θεία Αννέτα ήταν λίγο αδιάθετη. Είπα πως θα πήγαινα στην Αθήνα να την δω.
Αποφάσισα να κάνω έκπληξη στον Ανδρέα. Θα περνούσα από το γραφείο του χωρίς να με περιμένει. Όμως η έκπληξη περίμενε εμένα μόλις έφτασα. Έξω από το κτήριο ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του, άθικτο, χωρίς ούτε μια γρατζουνιά. Ταράχτηκα. Κοίταζα και ξανακοίταζα τον αριθμό για να βεβαιωθώ ότι δεν είχα κάνει λάθος. Δεν ανέβηκα στο γραφείο, πήγα στο σπίτι της θείας Αννέτας και και τον πήρα τηλέφωνο. Του είπα ότι ήμουν στην Αθήνα.
   « Αγάπη μου, θα πάρω ένα ταξί και έρχομαι αμέσως», μου είπε γεμάτος χαρά
   « Αντρέα, γιατί μου είπες ψέματα»; Του φώναξα οργισμένη.
   « Εγώ ; ψέματα; Πότε»; Είπε κομπιάζοντας
                                                                                         
« Είσαι ένας ψεύτης... ήρθα από το γραφείο... είδα το αυτοκίνητο... Δεν πρόλαβα να τελειώσω και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Προσπάθησα να τον ξαναπάρω μα το είχε κατεβάσει.
   Άρχισα να κλαίω. Ένιωθα απελπισμένη. Ίσως να μην ήθελε να με ξαναδεί. Πνιγόμουν από αλλοπρόσαλλα συναισθήματα. Τον ήθελα τόσο πολύ, όμως με εξόργιζε το ψέμα του και τρελαινόμουν στην σκέψη του χωρισμού μας. Μπροστά στην απελπισία μου η λογική με εγκατέλειψε. Πήγα να τον βρω, να μου δώσει μια εξήγηση
   « Είχα δανειστεί κάποια χρήματα και έπρεπε να τα επιστρέψω, μου είπε, αυτό είναι όλο»
     Το θεώρησα μια φτηνή δικαιολογία φέρνοντας στο μυαλό μου τα λόγια του πριν λίγο καιρό όταν μου έλεγε πως ήθελε να αλλάξει το αυτοκίνητό του. Όμως την δέχτηκα. Η στάση άμυνας που είχε κρατήσει απέναντι μου λες και ήμουν εγώ αυτή που είχε άδικο, με έκανε να νιώσω ένοχη. Του έδωσα τα χρήματα και βέβαια εκείνος τα δέχτηκε, δίνοντας μου την συγνώμη που του ζήτησα.
      Σίγουρα σε γεμίζουν απορία και έκπληξη αυτά που ακούς, το βλέπω στα μάτια σου όμως αυτή ήταν η αντίδρασή μου. Ο έρωτας μου γι αυτόν τον άνθρωπο με είχε τυφλώσει.


  Πέρασαν άλλα τρία σχεδόν χρόνια οι συναντήσεις μας ήταν πιο αραιές. Σ’ αυτό το διάστημα είχα μάθει και  ήμουν σίγουρη πια ότι ο Αντρέας ήταν ένας καλόκαρδος απατεωνάκος με τον οποίον εγώ εξακολουθούσα να είμαι ερωτευμένη. Εκείνος είχε καταλάβει την αδυναμία μου και με εκμεταλλευόταν με τον πιο γλυκό τρόπο. Μου έδινε απλόχερα ότι μου έλειπε έρωτας, χάδια, αγάπη, όμορφα λόγια, κι εγώ ικανοποιούσα όλες του τις οικονομικές αδυναμίες στα πλαίσια των δυνατοτήτων μου.
   Με τον Τάσο ζούσαμε συμβατικά, ήρεμα μπορώ να πω και φιλικά. Λες και είχαμε κάνει μια μυστική συμφωνία για χατίρι των παιδιών μας. Αυτό για μένα ήταν ότι καλύτερο. Είχαμε τους φίλους μας, τον κύκλο μας, όμως η ιδιωτική ζωή μας ήταν ανεξάρτητη.
     Μια Πέμπτη πήρα το αεροπλάνο και πήγα να συναντήσω τον Ανδρέα. Από το πρωί η μητέρα μου είχε νιώσει κάποια αδιαθεσία. Δεν έδωσα σημασία  άλλωστε τον τελευταίο καιρό ήταν όλο γκρίνια . Μου έλεγε οτι ένιωθε κουρασμένη και να κοιτάζω περισσότερο τα παιδιά και το σπίτι μου. Τα θεώρησα παραξενιές της ηλικίας της.
      Εκείνο το πρωινό μετά την αναχώρηση μου έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα παιδιά ήταν στο σπίτι. Τρόμαξαν πολύ. Έψαξαν να με βρουν στο τηλέφωνο της φίλης μου. Φυσικά δεν με βρήκαν και ειδοποίησαν τον πατέρα τους. Την πήγαν στο νοσοκομείο. Εγώ γύρισα αργά το απόγευμα. Ο Τάσος με ρώτησε που ήμουν χωρίς να περιμένει απάντηση και μέσα στα μάτια του είδα την περιφρόνησή του λες και ήξερε που ήμουν, τι έκανα...
       Όταν έμαθα τι είχε συμβεί, έχασα τη γη κάτω απο τα πόδια μου. Η μητέρα μου σε τρεις μέρες έφυγε απο τη ζωή. Για αρκετό καιρό οι τύψεις μου με βασάνιζαν. Θεωρούσα υπεύθυνο τον εαυτό μου για τον θάνατό της. Ο χαμός της ήταν για μένα το μεγαλύτερο χαστούκι που είχα φάει στη ζωή μου. Ο Τάσος χωρίς πολλά λόγια και εξηγήσεις μου ζήτησε διαζύγιο. Ήθελε να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Τα παιδια πήραν το μέρος του.
       Χωρίς να το καταλάβω είχα διαλύσει την οικογένειά μου. Εκείνοι όλα αυτά τα χρόνια έβλεπαν ότι δεν μπορούσα να δω εγώ. Μια σύζυγο και μια μάνα αδιάφορη και εγωίστρια, κρεμασμένη πάνω σ’ ένα τηλέφωνο, να ζει τον τρελό παράνομο ερωτά της. Πρώτη φορά συνειδητοποίησα το κακό που είχα κάνει χωρίς να το θέλω στα παιδιά μου. Όμως ήταν αργά!
      Το διαζύγιο βγήκε σύντομα. Τα παιδιά θέλησαν να πάνε με τον πατέρα τους. Δεν διεκδίκησα τίποτα. Ήμουν ένα ψυχικό ράκος. Μια ανίκανη, άχρηστη γυναίκα που δεν ήξερε τι σημαίνει προσφορά. Έτσι έβλεπα τον εαυτό μου χωρίς καμία αυτοεκτίμηση. Τον μισούσα, τον σιχαινόμουνα. Η θεία Αννέτα προσπαθούσε να μου δώσει κουράγιο. Με πίεσε τόσο πολύ να πάω να μείνω μαζί της που τελικά πήρα την απόφαση να το κάνω.
       Με τον Αντρέα είχα διακόψει κάθε επικοινωνία, από φόβο μήπως ο Τάσος ανακαλύψει την σχέση μας. Πόνεσα πολύ όταν δέχτηκε με μεγάλη ευκολία  θα έλεγα την απόφασή μου.
       « μη στενοχωριέσαι,  βρε κουτό, μου είπε άφησε να ηρεμήσουν τα πράγματα και δεν θα χαθούμε…»
      Ίσως περίμενα να ακούσω από κείνον δυο λέξεις «εγώ είμαι εδώ» ή « μη φοβάσαι» όταν εγώ του είχα σταθεί πάντα στα δύσκολα. Όμως το ξεπέρασα. Ο χρόνος άλλωστε είχε αφήσει τα σημάδια της φθοράς.

      Η Αθήνα για μένα ήταν μια σανίδα σωτηρίας στο μανιασμένο πέλαγος που είχα βρεθεί. Με την πολύτιμη βοήθεια της θείας Αννέτας σιγά- σιγά άρχισα να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Με τον γιό μου  μιλούσαμε στο τηλέφωνο συχνά. Μου ζητούσε να πάω κοντά του.
                                                                                          «πότε θα ‘ρθεις μανούλα;» Μου έλεγε και κάθε φορά πνιγόμουν στο κλάμα. Ήθελα να είχα φτερά να πετάξω κοντά του, να τον σφίξω στην αγκαλιά μου, να του ζητήσω συγνώμη. Με δυσκολία κατάφερνα μονάχα να του λέω…
« σύντομα αγάπη μου, θα είμαστε πάλι μαζί, σας αγαπάω τόσο πολύ….»
Η κόρη μου δεν ήθελε να μου μιλήσει. Ήταν ένα παιδί στη εφηβεία, πληγωμένο. Είχε ακούσει αρκετές φορές τις συνομιλίες μου με τον Αντρέα και είχε αντιληφθεί ότι κάποιος άλλος άντρας υπήρχε στην ζωή μου όταν εγώ η ανόητη νόμιζα ότι είναι παιδί και δεν καταλαβαίνει. Αυτό με πονούσε πολύ. Η θεία μου έλεγε:
«Ο χρόνος καλή μου είναι γιατρός. Η κόρη σου σ’ αγαπάει μα έχει θυμό φυλακισμένο στην ψυχούλα της. Πιστεύει πως έχεις πληγώσει τον πατέρα της. Ας’ τον να ξεθυμάνει και θα δεις, θα ζητήσει μόνη της να σε δει να σου μιλήσει….
Τα λόγια της ήταν πάντα βάλσαμο στην καρδιά μου. Στέγνωναν τα δάκρυα μου και μου έδιναν κουράγιο να συνεχίζω την ζωή μου.
Οι γνωριμίες της θείας με βοήθησαν να βρω δουλεία. έπρεπε κάτι να κάνω. Ήταν η πρώτη φορά που θα εργαζόμουν. ένας φίλος της γιατρός με πήρε ιδιαιτέρα του. Άρχισα να κάνω νέες γνωριμίες      νέους φίλους. Η ζωή μου βρήκε πάλι ένα ρυθμό. Το δεύτερο καλοκαίρι ο Τάσος μου έστειλε τα παιδιά για ένα μήνα. Η  θεία Αννέτα τον έπεισε πως έπρεπε να το κάνει για το καλό τους. ήμουν η μητέρα τους και έπρεπε να με αγαπούν και να με σέβονται έστω κι αν είχα κάνει λάθη.
Για πρώτη φορά ένιωσα τόσο κοντά τους. Πηγαίναμε στην θάλασσα, τρώγαμε  έξω, κοιμόμαστε και οι τρεις μαζί… με την κόρη μου γίναμε φίλες. Μου μίλησε ακόμα και για τα μικρά της φλερτ από το σχολείο. Το γενετικό της πρόβλημα  ούτε που την απασχολούσε. Ήταν τόσο δυνατό παιδί, τόσο αξιαγάπητο…Η θεια Αννέτα της έδειξε να ζωγραφίζει όταν ανακάλυψε πως είχε κληρονομήσει το ταλέντο της. Εκείνο το καλοκαίρι περάσαμε τις πιο ευτυχισμένες μας μέρες.
« Τι είχα χάσει Θεέ μου όλα αυτά τα χρόνια!», σκεφτόμουν.

Ο Τάσος είχε δημιουργήσει μια καινούρια σχέση και θα ξαναπαντρευόταν σύντομα.  Το δέχτηκε με την συμφωνία ότι θα γύριζα να μείνω στην Θεσσαλονίκη.
«Δεν πρέπει να αλλάξουν πόλη, σχολείο, φίλους, συνήθειες»  είπε.
Το ένιωσα σαν να έπαιρνε πίσω της εκδίκησή του όταν εγώ τότε τον είχα υποχρεώσει να φύγει από την Λάρισα,  μακριά από τους γονείς του και τους φίλους του.  Το δέχτηκα, ζητώντας του λίγο χρόνο να ταχτοποιήσω τις υποχρεώσεις μου.  Η θεία Αννέτα δεν συμφώνησε με την απόφαση μου Ήθελε να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, να ξαναπαντρευτώ και η Θεσσαλονίκη δεν ήταν για μένα ό,τι καλύτερο.
«Είσαι πολύ νέα ακόμα για να παραιτηθείς από τη ζωή.  Εδώ έχεις εμένα μπορώ ακόμα να σταθώ δίπλα σου και δίπλα στα παιδιά.  Εκεί θα πληγωθείς άλλη μια φορά βλέποντας τον Τάσο με μιαν άλλη γυναίκα. Σκέψου καλά πριν πάρεις  οποιαδήποτε απόφαση  που θα έχει να κάνει με το μέλλον το δικό σου.
Για άλλη μια φορά είχε δίκιο μα τι μπορούσα να κάνω;  Μια ολόκληρη ζωή οι αποφάσεις μου με έριχναν σε λάθη ίσως να έκανα άλλο ένα.  Έτσι δέχτηκα αυτό που μου ζήτησε ο Τάσος.
Δεν θέλησα να μείνω στο πατρικό μου σπίτι.  Ήταν ένας χώρος γεμάτος πικρές αναμνήσεις.  Ο θάνατος, του πατέρα μου, της μητέρας μου, η γέννηση της κόρης μου, η αρρώστια του Τάσου, ο χωρισμός μας, γεγονότα φυλακισμένα στους τοίχους του που χόρευαν τις νύχτες σαν φαντάσματα στην σκέψη μου.  Αγόρασα ένα μικρό διαμέρισμα έξω από την πόλη και ξεκίνησα για μια ακόμη φορά μια νέα ζωή.
Ο Τάσος  παντρεύτηκε.  Η νέα του σύζυγος, δικηγόρος κι αυτή, είχε πολύ καλή σχέση με τα παιδιά,  μπορώ να πω την αγαπούσαν κι έτσι περνούσαν τα σαββατοκύριακα μαζί τους.

     Πέρασαν δυο χρόνια.  Η μοναξιά είχε αρχίσει να με κουράζει.  Η Ηρώ η μοναδική μου φίλη παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, και λίγο- λίγο χαθήκαμε.  Γέμιζα τις ώρες μου με βιβλία, μουσική κινηματογράφο όμως καταλαβαίνεις αυτά δεν ήταν αρκετά για μια νέα γυναίκα.  Μου έλειπε ένας σύντροφος να μοιραστώ μαζί του τις σκέψεις μου, τα θέλω μου, τις ανησυχίες μου.  Η σχέση μου με τον Ανδρέα με είχε σημαδέψει.  Ήξερα ότι υπήρχε μέσα μου ακόμα αυτή η φλόγα του έρωτα, η επιθυμία της σάρκας.
Τον πήρα τηλέφωνο.  Η πρώτη του λέξη μόλις με άκουσε ήταν «αγάπη μου» με μια χαρά ανυπόκριτη γεμάτη πάθος. Κυριολεκτικά με ξάφνιασε τόσο, που νόμιζα πως δεν κατάλαβε ποια ήμουν.  Ότι έκανε, λάθος.
« Δάφνη το περίμενα αυτό το τηλεφώνημα καιρό,  μπορώ να σου πω κάθε μέρα. Πού είσαι; Πρέπει να σε δω! Αν ήξερες πόσο μου έχεις λείψει…!
Τα λόγια του ξεσήκωσαν θύελλα συναισθημάτων μέσα μου.  Αν είχα φτερά θα πέταγα κοντά του την ίδια στιγμή. Και πραγματικά δεν άργησα να ….πετάξω.  Περάσαμε μαζί το σαββατοκύριακο.  Δυο μέρες γεμάτες έρωτα, ευτυχία, ξενοιασιά, χωρίς όνειρα.  Ζήσαμε  την στιγμή.

Ο Αντρέας νοιώθω  ότι είναι το πεπρωμένο μου δεν ζητάω τίποτα από αυτόν γιατί έχω τα πάντα.  Θα είναι μια παράλληλη γραμμή στη ζωή μου που θα την ακολουθώ και θα με ακολουθεί.
Η επιλογή μου να γυρίσω πίσω με το τρένο ίσως ήταν μοιραία.  Η συνάντησή μου μαζί σου, ίσως να έγινε για να γίνεις εσύ ο εξομολόγος μου, να ελαφρώσει η ψυχή μου από τις τύψεις που κουβαλάω τόσα χρόνια.  Η ευτυχία έχει το χάρισμα να αγγίζει και τις πέντε μας αισθήσεις.  Είναι μια αέρινη φιγούρα που ενσωματώνεται με την ψυχή, άλλοτε μένει για λίγο, άλλοτε περισσότερο μα πάντα σαν ένας περαστικός επισκέπτης που ίσως κάποτε ξαναγυρίσει.

Η όψη της Δάφνης τελειώνοντας είχε πάρει την μορφή μιας ευτυχισμένης γυναίκας
-Μην πεις τίποτα με παρακάλεσε πιθανόν να μην συναντηθούμε ποτέ ξανά. Να ξέρεις ότι γι αυτές τις λίγες ώρες ήσουν η αδελφή που ήθελα πάντα να είχα.
Της έκανα το χατίρι δεν σχολίασα τίποτα.  Όμως ήξερα πως θα έκλεινα  σαν φυλαχτό μέσα στην ψυχή μου την ιστορία και την μορφή της Δάφνης για πάντα. Μιας γυναίκας που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει την ευτυχία σε λάθος δρόμο με λάθος τρόπο.

      
                             ΤΕΛΟΣ


by Dora Manatakis            
                          






                                      
 


     


                                      
 

Σχόλια

Ο χρήστης Unknown είπε…
συγκλονιστικό!!!!!
Ο χρήστης dora manataki είπε…
αγαπητή μου Μαίρη σ ευχαριστω πολυ!!!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Το κείμενό σου είναι ωραίο, συγκινήθηκα πραγματικά, ελπίζω να είναι φανταστικό, αλλιώς δεν κράτησες την υπόσχεσή σου, το κοινοποίησες στο ίντερνετ. Σου ζήτησε να μην πεις σε κανέναν τίποτα. Ελπίζω να άλλαξες τα ονόματα και να μην έβαλες τα πραγματικά. Έχεις ένα λαθάκι. Νάσος είναι τελικά ο σύζυγος ή Τάσος; Σε άλλα σημεία λες Νάσος, σε άλλα Τάσος.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα