Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ


  Η Βέρα  μόλις είχε  επιστρέψει στην Αθήνα μετά  από ένα ιδιαίτερα κουραστικό επαγγελματικό ταξίδι στα Γιάννενα. Την είχε στείλει η εφημερίδα που εργαζόταν ως δημοσιογράφος, να καλύψει ένα ρεπορτάζ. Κάποιος  ορειβάτης είχε πέσει σε μια χαράδρα.  Είκοσι χρονών παλικάρι το ανέσυραν νεκρό.
           Ακόμα δεν είχε καταφέρει να βλέπει τις αποστολές της σαν εργασία. Κάθε γεγονός την συγκλόνιζε, γύριζε πραγματικό ράκος όταν αντίκριζε τον πόνο στα μάτια των συγγενών ενώ εκείνη έπρεπε να τους παιδεύει με τις ερωτήσεις της, που πολλές φορές δεν είχαν και νόημα.  Είχε σκεφτεί αρκετές φορές πως ίσως τελικά να μην της ταίριαζε αυτό το επάγγελμα.
« Η ακαταστασία βασιλεύει παντού, σκέφτηκε ρίχνοντας  μια ματιά γύρω, αύριο θα ασχοληθώ μόνο με το σπίτι»
           Πέταξε τα ρούχα της στο κρεβάτι και μπήκε στο λουτρό.   Ένα καυτό μπάνια θα της έκανε καλό,  Θα την ξεκούραζε σίγουρα. Η ώρα ήταν 2 π.μ.  Σε δέκα λεπτά είχε τελειώσει. Βγήκε τυλιγμένη με το θαλασσί μπουρνούζι της.  Πήγε κατ’ ευθείαν στο ψυγείο.  Θα έπινε ένα γάλα και θα έπεφτε για ύπνο.  Περνώντας είδε το φωτάκι του αυτόματου τηλεφωνητή ν’ αναβοσβήνει.  Πάτησε το κουμπί ν’ ακούσει τα μηνύματα.
            « Έλα παιδί μου, που είσαι;  Ανησυχώ.  Το κινητό σου μου λέει συνέχεια η σύνδεση δεν είναι εφικτή. Πάρε με τηλέφωνο ό,τι ώρα γυρίσεις»
             Ωχ!  Η μάνα μου την ξέχασα. Κοίταξε το ρολόι, έκανε μια κίνηση να σηκώσει το τηλέφωνο. Άσε είναι αργά θα την πάρω αύριο»
           Η μητέρα της ήταν δασκάλα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Την είχε μοναχοκόρη. Το ανησυχώ, ήταν η μόνη λέξη που άκουγε από το στόμα της σε κάθε τους επικοινωνία. Τον πατέρα της η Βέρα δεν τον γνώρισε. Τον έχασε όταν ήταν ακόμη μωρό. Τον δύσκολο ρόλο του, τον είχε αναλάβει η μητέρα της. Εκείνη στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια , μάνα και πατέρας και ειδικά τα χρόνια της εφηβείας της, κατάφερε να είναι η καλύτερη της φίλη. Ήταν πολύ δεμένες οι δύο τους γι αυτό και η Βέρα ,της δικαιολογούσε την υπερπροστατευτικότητα που είχε γι αυτήν. Όταν αποφάσισε να φύγει από την Κρήτη, να έρθει στη Αθήνα για να σπουδάσει δημοσιογραφία,  είδε κι έπαθε να την πείσει.
«Και πού, και πώς, και μόνη σου μια σταλιά παιδί…»
            «Πέντε χρόνια τώρα έχουμε κάνει χρυσό τον Ο.Τ.Ε.» σκέφτηκε η Βέρα.
            Είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια … Θυμήθηκε, όταν είχε πρωτοέρθει. Παρ’ όλο που ήταν θαρρετή, άνετη και δυνατός χαρακτήρας,  η Αθήνα την είχε φοβίσει. Η επιστροφή κάθε βράδυ από την σχόλή στη μικρή της γκαρσονιέρα, η μοναξιά μέχρι να κάνει τις πρώτες της γνωριμίες, τα Fast food… Είχε στερηθεί το ζεστό φρέσκο φαγητό της μητέρας της , τα πλυμένα και φρεσκοσιδερωμένα ρούχα …Σιγά –σιγά συνήθισε, απέκτησε φίλους , άρχισε να βγαίνει να διασκεδάζει.
            Τέλειωσε την σχολή της με άριστα και δέχτηκε αμέσως την πρόταση που της έγινε από πρωινή εφημερίδα, για κάλυψη αστυνομικού ρεπορτάζ.  Τον πρώτο καιρό, ήταν ενθουσιασμένη. Αργότερα όμως άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο πόνος των συνανθρώπων της την έφθειρε δεν μπορούσε να τον νιώσει ξένο . Πονούσε μαζί τους . Υπέφερε όταν έβλεπε μικρά παιδιά,  βουτηγμένα στα ναρκωτικά  και στην παρανομία, ανήλικα να τα σέρνουν στα ιδρύματα. Μανάδες να κλαίνε αδικοχαμένους λεβέντες μετά από κάποιο τροχαίο…  Γύριζε πάντα πίσω, μ’ ένα σφίξιμο στο στήθος.
            Τα συζητούσε όλα αυτά με την καλή της φίλη την Ειρήνη, η οποία πάντα της ανέβαζε το ηθικό με το πηγαίο χιούμορ της .
            Την Ειρήνη την είχε γνωρίσει λίγο μετά που ήρθε στην Αθήνα, ήταν συμφοιτήτριά της  και έκανε τώρα καριέρα στην τηλεόραση, καλύπτοντας καλλιτεχνικό ρεπορτάζ,.
           « Είμαι αστέρας της Τ.V.τρομάρα μου, έλεγε με χιούμορ, και κυνηγάω την τρέλα κάθε επώνυμου μ’ ένα μαρκούτσι στο χέρι»
            Το δεύτερο μήνυμα στον τηλεφωνητή, ήταν δικό της.
            «Σήμερα κόβω φλέβες, ο Μιχάλης, εκείνος ο κούκλος που σου έλεγα,, είναι παντρεμένος και μπαμπάς. «Γαμώ την καντεμιά μου. Πάρε με. »
          Η Βέρα χαμογέλασε.
            « Βρε τι ατυχία αυτό το κορίτσι με τους άντρες, ο προηγούμενος γκέι, αυτός παντρεμένος. »
             Ήπιε το γάλα της και ξάπλωσε . Την πήρε ο ύπνος αμέσως.

           Ντρρν ! ντρρν! ντρρν!  Το τηλέφωνο χτύπησε αρκετές φορές μέχρι η Βέρα να συνειδητοποιήσει το θόρυβο. Έψαξε δίπλα στο κομοδίνο με κλειστά μάτια
           -Ναι, είπε με μισοκοιμισμένη φωνή
           -Βέρα μ’ ακούς;  Ήταν ο αρχισυντάκτης της.
           -Τι ώρα είναι;  μουρμούρισε.
           -Έξι.  Σήκω γρήγορα, κάτι έκτακτο. Έλα από δω ΤΩΡΑ!  Και η γραμμή, έκλεισε.
           Η φωνή του ήταν επιτακτική και αυτό έκανε τη Βέρα να πεταχτεί από το κρεβάτι.
            «Τι να συμβαίνει άραγε;  Αναρωτήθηκε.
           Σηκώθηκε γρήγορα έφτιαξε ένα καφέ να συνέλθει,  ντύθηκε, ήπιε δυο γoυλιές και έφυγε.
           «Τα τυχερά του επαγγέλματος! »  Μονολόγησε.
           Η κίνηση στο δρόμο ήταν αραιή και σε δέκα λεπτά έφτασε στην εφημερίδα. Μπήκε στα γραφείο. Ο αρχισυντάκτης μιλούσε στο τηλέφωνο.  Της έκανε νόημα να περιμένει. Τον άκουσε να λέει: «Που τον πήγανε; Α! Σοβαρά; Εντάξει! Εντάξει!» και κατέβασε το ακουστικό.
            -Βέρα φεύγεις αμέσως για το νοσοκομείο στη Βούλα. Ο Νίκος Καρέλλης, ο γνωστός ηθοποιός, έπεσε θύμα τροχαίου .Προσπάθησε να μαζέψεις όσες περισσότερες πληροφορίες μπορείς. Ο Κώστας ήδη έχει φτάσει στον τόπο του ατυχήματος. Φύγε! Ακόμα εδώ είσαί;
           Η Βέρα τον αγριοκοίταξε. «Αυτός ο άνθρωπος όλα τα θέλει … χτες!»
           Πήγε στο συρτάρι του γραφείου της, πήρε δυο καινούργιες μπαταρίες για το δημοσιογραφικό της κασετόφωνο και μια κασέτα κι έφυγε.
             Στη διαδρομή καθώς οδηγούσε σκεφτόταν
             « Είναι άραγε κάτι σοβαρό; Τι κρίμα!
    
            Ο Νίκος Καρέλλης ήταν ένας εξαιρετικός ηθοποιός.. Νέος, όμορφος. Είχε ξεχωρίσει πολύ γρήγορα στο θέατρο και στην τηλεόραση και είχε γίνει φίρμα παρά το νεαρό της ηλικίας του. Θα ήταν γύρω στα τριάντα. Το όνομά του ακουγόταν συχνά και γύρω από μικροερωτικά σκάνδαλα.

           Όταν έφτασε στο νοσοκομείο βρήκε πολλούς συναδέλφους της μαζεμένους εκεί. Φωτορεπόρτερ, κάμερες. ΄Το γεγονός ήταν είδηση!!!
           Έψαξε για την Ειρήνη. Θα ήταν σίγουρα και αυτή εκεί. Έτρεξε κοντά της.
                 Τι έγινε ;  Τι  έμαθες; Πώς είναι;
                Τίποτα ακόμη , περιμένουμε το γιατρό να κάνει κάποια δήλωση. Υπερβολική ταχύτητα. Ε! και λίγο το είχε τσούξει παραπάνω … Πολύ θέλει!  Η κοπέλα που τον συνόδευε δεν έπαθε τίποτα, ούτε γρατσουνιά σου λέω. Άγιο είχε και ήταν και καρακουκλάρα!  Το αυτοκίνητο παλιοσίδερα. Ευτυχώς, φορούσαν ζώνες. Πάμε να πάρουμε δυο καφεδάκια να ξελαμπικάρουμε;
                Πέρασε καμία ώρα περίπου μέχρι την πρώτη ανακοίνωση. Η Ειρήνη, της είχε πει όλα τα νέα  των ημερών που είχαν να συναντηθούν με κάθε λεπτομέρεια . Πού την έβρισκε την όρεξη αυτό το  κορίτσι πρωί-πρωί και μίλαγε, μίλαγε, μίλαγε…
«Επαγγελματικό σύνδρομο» Σκέφτηκε η Βέρα.
« Ο Νίκος Καρέλλης εισήχθη στο νοσοκομείο στις 4.30΄σήμερα με κάταγμα της σπονδυλικής στήλης. Η κατάστασή του χαρακτηρίζεται σοβαρή, σταθερή, όμως αφού ολοκληρωθούν οι εξετάσεις  ίσως υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση» Αυτό, ήταν το ανακοινωθέν του νοσοκομείου από τον εφημερεύοντα γιατρό.
-Εδώ, θα φάμε ψωμιά. Είπε η Ειρήνη, εννοώντας ότι θα περνούσαν ώρες,  ίσως μέρες που θα έπρεπε να πηγαινοέρχονται όλοι μέχρι να ολοκληρωθεί το ρεπορτάζ.
Μπροστά στην είσοδο των επειγόντων περιστατικών σταμάτησε ένα αυτοκίνητο, από μέσα κατέβηκαν τρία άτομα .
« Οι γονείς του, ο αδελφός του» είπε κάποιο από τα παιδιά  και όλοι έτρεξαν κοντά τους. Κάμερες, μικρόφωνα,, κασετόφωνα,  απλώθηκαν προς το μέρος τους.
-Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ είπε αυστηρά ο πατέρας του,  προσπαθώντας  με απλωμένα χέρια να καλύψει την γυναίκα του από τους επιδρομείς.
Πέρασαν βιαστικά μέσα και όλα τα παιδιά ξαναπλώθηκαν γύρω , άλλος για τσιγάρο, άλλος για καφέ, άλλος για τηλέφωνο.
-Θα πεταχτώ να πάρω τσιγάρα, είπε η Ειρήνη. Θέλεις κάτι;
-Ναι! Φέρε μου ένα κουτί ασπιρίνες ν΄ αυτοκτονήσω, είπε γελώντας βαριεστημένα και μόλις έφυγε η Ειρήνη μπήκε μέσα στο νοσοκομείο περπατώντας στους δαιδαλώδεις διαδρόμους. Φτάνοντας κοντά στο  ασανσέρ , η πόρτα άνοιξε και βγήκε από μέσα  η μητέρα του Νίκου Καρέλλη .
-Να η ευκαιρία! Είπε,  για μια αποκλειστική συνέντευξη.
-Κυρία Καρέλλη, Τι μάθατε; Πως είναι;
-Ένα λεπτό κόρη μου να κάτσω κάπου γιατί θα πέσω δεν με βαστούν τα πόδια μου .
Ήταν μια κοντή απλή γυναικούλα . Πιο πολύ έμοιαζε με γιαγιά του, παρά με μητέρα του. Το πρόσωπό της ήταν σαν πανί λες και της είχαν ρουφήξει όλο το αίμα . Την βοήθησε να κάτσει σε ένα κάθισμα. Από το μυαλό της Βέρας πέρασε η σκέψη , πως ήταν δυνατόν αυτή η γυναικούλα να έχει κάνει έναν τέτοιο παίδαρο σαν τον Νίκο Καρέλλη.
-Τι σας είπαν ; ξαναρώτησε ,πατώντας το κουμπί του κασετοφώνου της . -Αχ! Κόρη μου, οι προσευχές μου το έσωσαν το παιδάκι μου. Κάθε μέρα παρακαλάω την παναγιά να το ‘χει καλά, γερό.  Είναι δύσκολη και επικίνδυνη η δουλειά που κάνει. Τα ξενύχτια, οι υποχρεώσεις… σε βαθιά νερά έχει πέσει. Ας δώσει ο θεός να γίνει καλά είπε και κοιτάζοντας ψηλά έκανε το σταυρό της . Εσύ ποια είσαι; Είσαι φίλη του;
Η Βέρα κατάλαβε ότι η μητέρα του Νίκου δεν είχε ιδέα πως μιλούσε σε δημοσιογράφο.
- Να ‘ξερες κόρη μου τι πέρασα για ν’ αναστήσω αυτό το παιδί. Ζωή να ‘χει.  Μέχρι το θάνατο έφτασα, ήμουν μεγάλη βλέπεις. Τον μεγάλο μου γιο τον έχουμε υιοθετήσει, γιατί μας είχαν πει ότι δεν θα κάναμε παιδί… Η κυρία Καρέλλη είχε αρχίσει να της ανοίγει την καρδιά της λες και είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον.  Χωρίς να το καταλάβει η Βέρα ένοιωσε μέσα της μια συμπόνια, απλώνοντας το χέρι χάιδεψε το δικό της . Τα μάτια της κυρίας Καρέλλη είχαν γεμίσει δάκρυα.
- Σ’ ευχαριστώ κόρη μου , άμα με το καλό γίνει καλά ο Νίκος μου, να ‘ρθείτε να σας φιλοξενήσουμε στο σπιτικό μας.
« τι απλός άνθρωπος , σκέφτηκε άραγε , είχε καταλάβει ότι ο γιος της  ήταν ένας σταρ που χιλιάδες άνθρωποι τον θαύμαζαν, και πολλές κοπέλες κοιμόντουσαν με την φωτογραφία του κάτω από το μαξιλάρι τους».
Ασυναίσθητα έκλεισε το κασετόφωνό της. «Πάει το λαβράκι. Αυτή η καταραμένη η συμπόνια με κυνηγάει» Δεν ήθελε να κάνει είδηση τον πόνο αυτής της γυναίκας. Σηκώθηκε, την χαιρέτησε και πήγε να βρει την Ειρήνη.
Που χάθηκες εσύ; Της είπε μόλις την είδε.
Φεύγω ! της είπε η Βέρα. Αν έχετε κανένα καινούργιο ανακοινωθέν πάρε με τηλέφωνο στο κινητό. Θα έρθω το απόγευμα αν χρειαστεί.
Μπα! Μπα! Τι έχεις δεν μου φαίνεσαι πολύ στα καλά σου.
Μου λείπει ύπνος . Θα τα πούμε αργότερα είπε και έφυγε.
 « Καταραμένη δουλειά και να σκεφτεί κανείς ότι έδωσα μάχη με την μάνα μου γι αυτήν.»
Πέρασαν τέσσερις μέρες  ανεβοκατεβαίνοντας στη Βούλα. Ο Καρέλλης είχε δια φύγει τον κίνδυνο κι έτσι το ρεπορτάζ έφτασε στο τέλος του.
Ένα μήνα αργότερα ο αρχισυντάκτης της, της ζήτησε να πάει στο σπίτι του Καρέλλη για μια συνέντευξη κατ’ ιδίαν .

« Πώς μπορεί να μένει ένας άνθρωπος μόνος του σ’ ένα τόσο μεγάλο σπίτι ;.» αναρωτήθηκε μόλις αντίκρισε την βίλα του Καρέλλη.
Χτύπησε το κουδούνι. Η καμαριέρα που άνοιξε την πόρτα, έδειξε πως την περίμενε .
-Περάστε ο κύριος Καρέλλης θα έρθει σε λίγο της είπε.
Την πέρασε στο γραφείο και την ρώτησε αν ήθελε καφέ.
Η Βέρα όταν έμεινε μόνη της άρχισε να περιεργάζεται το χώρο. Τα πάντα ήταν καλοβαλμένα με γούστο θα μπορούσε να πει κανείς. Η επίπλωση κλασική, ίσως λίγο βαριά για ένα τόσο νέο άνθρωπο και μοντέρνο σαν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Στο μυαλό της ήρθε η μάνα του, η απλή αυτή γυναικούλα που είχε γνωρίσει στο νοσοκομείο. Την φαντάστηκε μέσα σ’ αυτό τον χώρο. Αδύνατον η εικόνα της δεν έδενε με τίποτα .Θαύμασε την τεράστια βιβλιοθήκη και αναρωτήθηκε αν όλα αυτά τα βιβλία ήταν δυνατόν να έχουν διαβαστεί από τον Καρέλλη. Θεατρικά, λογοτεχνικά, επιστημονικής φαντασίας, ιστορικά…
Πέρασε περίπου ένα τέταρτο μέχρι να κάνει την εμφάνισή του.
-Καλησπέρα δεσποινίς…
-Βέρα Νικολακάκη από την εφημερίδα  ΕΓΚΥΡΟΣ ΤΥΠΟΣ είπε. Σηκώθηκε  από την καρέκλα της  και του έδωσε το χέρι της δειλά, παγωμένα γεμάτη έκπληξη.
-Σας τρομάζει αυτό που βλέπετε; Την ρώτησε
-Οοοχι!  Είπε, μη μπορώντας να κρύψει την έκπληξη της
           Ο Καρέλλης,  είχε μπει καθισμένος σε αναπηρική πολυθρόνα.
         - Είστε η πρώτη δημοσιογράφος που δέχομαι μετά το ατύχημα. Κι αυτό γιατί,  ο διευθυντής σας είναι καλός μου φίλος. Μάλλον δεν σας ενημέρωσε για το τι θα βλέπατε, της είπε με κάποια πικρή ειρωνεία στη φωνή του.
      - Είναι αλήθεια δεν…  δεν το ήξερα, ζητώ συγνώμη είπε κομπιάζοντας.
           - Καθίστε!     
           Η Βέρα ξανακάθισε στην καρέκλα της έχοντας τον Νίκο Καρέλλη απέναντί της. Γιατί δεν την ενημέρωσαν, γιατί την άφησαν να βρεθεί σ’ αυτή τη δύσκολη θέση; Ένιωσε τον θυμό να την πνίγει.
           - Λοιπόν πως σκέπτεστε να περιγράψετε αυτό που βλέπετε; Της είπε πάλι γεμάτος ειρωνεία. Τι θα με ρωτήσετε;  
           Η Βέρα επιστράτευσε όλο το κουράγιο της και του είπε.
            - Κύριε Καρέλλη δεν έχω καμία διάθεση να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη.
           -Ηρεμήστε, ηρεμήστε δεσποινίς. Άλλωστε εγώ δέχτηκα να σας μιλήσω. ‘Άρχισα να συνηθίζω στην ιδέα ότι θα περάσω ίσως το υπόλοιπο της ζωής μου σ’ αυτή την καρέκλα.
  Οι ερωτήσεις της διαδεχόταν η μια την άλλη.  Ο Καρέλλης απαντούσε σε όλες χωρίς κανένα δισταγμό, άλλα με μια πίκρα στη φωνή του.
-Βλέπεις Βέρα, θα μου επιτρέψεις να σε λέω με το μικρό σου όνομα, πόσο γρήγορα σβήνουν τ’ αστέρια ; Κανείς δεν ενδιαφέρετε πια για ένα καμένο χαρτί, όπως είμαι εγώ τώρα….Περνάω τις ώρες μου ζωγραφίζοντας. Θα ήθελες να σου δείξω τους πίνακές μου;
           Με την βοήθεια της καμαριέρας του κατέβηκαν στο υπόγειο. Σ’ ένα τεράστιο χώρο, ήταν στημένο το καβαλέτο του, χρώματα και αρκετοί πίνακες. Η Βέρα δεν μπόρεσε να κρύψει το θαυμασμό της για την τόσο καταπληκτική δουλειά του.
-Αυτό τώρα είναι το καταφύγιό μου. Της είπε.
-Δεν είμαι ειδικός, όμως αυτό που βλέπω, με κάνει να σας πω πως είσθε ένας καταπληκτικός ζωγράφος .
-Σ’ ευχαριστώ, όμως θα σε παρακαλέσω αυτό να μην το βάλεις στο άρθρο σου. Αυτή μου την ειδικότητα  την κρατάω για μένα.
           Πέρασαν δυο ώρες συζητώντας. Όταν η Βέρα σηκώθηκε να φύγει, ο Καρέλλης συνοδεύοντάς την, της είπε:
-Βέρα την Κυριακή είσαι καλεσμένη μου, σε δείπνο. Αν το θες και συ φυσικά. Χωρίς μικρόφωνα. Τι λες;
           Η Βέρα ξαφνιάστηκε. Δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Κάτι την τράβηξε σαν μαγνήτης στο βλέμμα του.
  Μόλις έφτασε σπίτι της πήρε τηλέφωνο την Ειρήνη. Άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή της
           « Θέλω να έρθεις αμέσως, Πρέπει να σου μιλήσω, Επείγει. Σε περιμένω το απόγευμα».
          Περιμένοντας την, το μυαλό της γύριζε και ξαναγύριζε στα τελευταία του λόγια, μα πιο πολύ στο βλέμμα του. Δεν μπορεί να έκανε λάθος. Ήταν ένα βλέμμα που έκρυβε κάποιο υπονοούμενο. Ακόμα και ο τρόπος που της έσφιξε το χέρι, όταν την αποχαιρέτησε ήταν γεμάτος νόημα.
           Η Ειρήνη ήρθε φορτωμένη λιχουδιές.
            - Φιλενάδα πεθαίνω για ένα μυρωδάτο καφέ, περισσότερο κι από την περιέργεια να σ’ ακούσω, είπε κι έπεσε κατάκοπη στον καναπέ.  Είμαι όλη μέρα στους δρόμους.  Τι έγινε, έβγαλες λαβράκι ή χτύπησες κανένα μανούλι.
            - Ειρήνη, σκάσε και άκουσέ με προσεκτικά! Πρόκειται για τον Νίκο Καρέλλη!
           Η Βέρα αφού της έφτιαξε τον καφέ, της είπε με κάθε λεπτομέρεια όλη την συζήτηση που είχε μαζί του και την πρόταση που της έκανε για το δείπνο της Κυριακής.
           - Νιώθει τόση μοναξιά! Φαντάσου, έναν άνθρωπο με όλα τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα επάνω του, ξαφνικά να είναι μόνος του, μέσα σ’ αυτό το τεράστιο σπίτι, καθισμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα. Νομίζω ότι είναι τρομερό. Θα θελα αν μπορώ να τον βοηθήσω.
Η Βέρα λέγοντας αυτά ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό να την πνίγει.
           - Βέρα άσε τους συναισθηματισμούς. Δεν είσαι η μητέρα Τερέζα. Ο Καρέλλης και φίλους έχει και χρήμα. Εσύ θέλεις να τα βλέπεις έτσι τα πράγματα. Το μυαλουδάκι σου φτιάχνει σενάρια. Όσο για το δείπνο, καλά να περάσεις… Άντε βρε σε βλέπω πρώτη μούρη στα σκανδαλοθηρικά περιοδικά…. «Ποια είναι η νέα κατάκτηση του Νίκου Καρέλλη;»
           - Ειρήνη σταμάτα. Μην τα διακωμωδείς όλα προσπάθησε να με καταλάβεις.
           Η Ειρήνη σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της και ετοιμάστηκε να φύγει
           - Αγάπη μου πήγαινε! Έτσι που είναι τώρα ο καρδιοκατακτητής Καρέλλης δεν κινδυνεύεις. Να περάσεις καλά και θα περιμένω τηλέφωνο, ό,τι ώρα και να γυρίσεις.

Οι μέρες πέρασαν για τη Βέρα ψάχνοντας και ρωτώντας συναδέλφους της, για τη ζωή του Καρέλλη. Ήθελε να μάθει όσο μπορούσε περισσότερα για την ιδιωτική του ζωή. Γυναίκες, γυναίκες, γυναίκες. Ένας όμορφος άντρας που η γυναίκα, έπαιζε τον πρώτο ρόλο γι αυτόν. Το θεώρησε πολύ φυσικό. Το άστρο του εδώ και επτά χρόνια μεσουρανούσε. Οι επιτυχίες, η μια διαδεχόταν την άλλη. Ο κόσμος τον λάτρευε.

            « Αυτό!» είπε κοιτάζοντας την φιγούρα της στον καθρέφτη.
           Είχε φορέσει ένα απλό μαύρο φόρεμα. Το μακιγιάζ της, πολύ διακριτικό και τα κοσμήματα ελάχιστα. Ήθελε η απλότητα να κυριαρχεί επάνω της αυτό το βράδυ. Άλλωστε οι προκλητικές παρουσίες, την απωθούσαν πάντα. Ήταν αρκετά ψηλή γι αυτό απέφευγε πάντα τις ψηλοτάκουνες γόβες. Όμως σήμερα όχι! Ένιωθε ότι θα της χάριζαν αυτοπεποίθηση.
           « Έφυγα» είπε, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά .

           Όταν χτύπησε το κουδούνι, το γνώριμο αυτή τη φορά πρόσωπο της καμαριέρας, την καλωσόρισε και την πέρασε στον ίδιο γνώριμο χώρο.
            - Περιμένετε! Της είπε ευγενικά.
   Η Βέρα έβγαλε το παλτό της και κάθισε στην πολυθρόνα, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Η ματιά της έπεσε στην τραπεζαρία. Το τραπέζι ήταν ήδη έτοιμο για δείπνο με δυο κεριά και όμορφα λουλούδια. Άθελά της χαμογέλασε. Είχε αρκετό τρακ και δεν ήξερε πώς να το διώξει.
           Πέρασαν δέκα λεπτά, ένα τέταρτο και ο Καρέλλης δεν είχε φανεί ακόμη. Η αναμονή άρχισε να την εκνευρίζει. Μισή ώρα.  Ένιωθε αμήχανα. Μέτρησε τα σβησμένα τσιγάρα που είχε καπνίσει στο τασάκι. Πέντε.
            -Τι στο καλό συμβαίνει; Μονολόγησε. Κανείς δεν φαίνεται πουθενά.
           Ένιωθε σαν πρωταγωνίστρια σε ταινία θρίλερ. Σηκώθηκε και περπάτησε πάνα κάτω στο δωμάτιο περιμένοντας να φανεί από κάπου, κάποιος. Κοίταξε το ρολόι της. Είχε περάσει σχεδόν μια ώρα. Πήρε το παλτό της, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο.
           -Δεν το πιστεύω! Τι στο διάβολο έχει συμβεί; Έριξε μια ματιά στα παράθυρα του πάνω ορόφου. Είχαν φως.
          Έβαλε μπροστά το αυτοκίνητό της και έφυγε σαν να την κυνηγούσαν.
          Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Ούτε την Ειρήνη είχε διάθεση να πάρει τηλέφωνο. Τι να της έλεγε άλλωστε για το στήσιμο που είχε φάει;
            Την άλλη μέρα ζήτησε ένα τριήμερο άδεια από τον αρχισυντάκτη της. Αποφάσισε να πάει για λίγο να δει τη μητέρα της. Να ξεφύγει, να δραπετεύσει, δεν μπορούσε να χωνέψει αυτό που της είχε συμβεί.
           Στο αεροδρόμιο συνάντησε τον παιδικό της φίλο τον Αντρέα. Ήταν μάλλον ο «από μηχανής θεός». Μέχρι να φτάσουν, κουβεντιάζοντας, θυμήθηκαν τα μαθητικά τους χρόνια, τους συμμαθητές τους, τις τρέλες τους. Γέλασαν με ξεχασμένα γεγονότα που τους ήρθαν στη μνήμη και αποφάσισαν να περάσουν μαζί αυτό το τριήμερο, κάνοντας προσκλητήριο συμμαθητών, «προς υπενθύμιση των μαθητικών αναμνήσεων». Οργάνωσαν μια συγκέντρωση παλιών συμμαθητών και έγινε ένα γλέντι τρικούβερτο. Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα, η μητέρα της δεν είχε πειράξει τίποτα από το δωμάτιό της, οι κούκλες της, οι καρτ ποστάλ στους τοίχους, οι μικρές της συλλογές όλα ήταν στην θέση τους. Έμεινε ώρες πολλές ξαπλωμένη στο εφηβικό της κρεβάτι παρέα με της αναμνήσεις της.
          «Όμορφες μέρες, χωρίς σκοτούρες,» μονολόγησε με ένα ελαφρό χαμόγελο κοιτώντας αφηρημένα στο ταβάνι.
           Αποφάσισε να επιστρέψει με το καράβι. Κατέβηκε λίγο νωρίτερα στο παλιό λιμάνι και περπατώντας στα στενά του σοκάκια, χάζεψε όλα τα γνώριμα μαγαζιά. Καλημέρισε γνωστά πρόσωπα, την καλωσόρισαν οι γείτονες και αναρωτιόταν γιατί θέλησε να φύγει να πάει στην απρόσωπη Αθήνα, χωρίς γειτονιά, χωρίς καλημέρα, χωρίς την ομορφιά της θάλασσας που λούζει το νησί της και που πάντα της χάριζε την ψυχική της γαλήνη. Μπαίνοντας στο πλοίο, στο νου της γύρισε η μέρα που για πρώτη φορά εγκατέλειπε το νησί για ένα νέο ξεκίνημα . Θυμήθηκε τα συναισθήματα που είχε νιώσει την χαρά, άλλα και τον φόβο για το άγνωστο. Ακούμπησε στην κουπαστή και κοίταξε κάτω το λιμάνι. Αυτή τη φορά με πόνο άφηνε πίσω της ό,τι αγαπούσε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, για μια στιγμή της ήρθε η επιθυμία να κατέβει, να μείνει κοντά στους δικούς της ανθρώπους που ήξερε πως την αγαπούσαν, να κουρνιάσει στη ζεστή αγκαλιά της μάνα της. Τίναξε το κεφάλι της πίσω σαν να ήθελε να διώξει όλες αυτές τις σκέψεις και κατευθύνθηκε στο μπαρ για ένα καφέ.
           « Ανόητα παιδικά συναισθήματα» ψιθύρισε.

Το τριήμερο ήταν μια  καλή αναζωογονητική ένεση για τη Βέρα. Φτάνοντας στην Αθήνα, πέρασε πρώτα από την εφημερίδα.
-Καλημερούδια!!! Είπε, όσο πιο γλυκά μπορούσε. Όλα καλά:!!
  Ο αρχισυντάκτης της, σήκωσε το κεφάλι του που ήταν χωμένο σε μια στοίβα χαρτιά και κοιτάζοντας πάνω από τα πρεσβυωπικά γυαλιά του,  της έριξε μια ματιά  λίγο άγρια  μιας και την άδεια ,του την είχε πάρει απαιτητικά , σχεδόν με το έτσι θέλω.
            - Όλα καλά, Της απάντησε, είσαι τυχερή. Επάνω στο γραφείο σου θα βρεις κάτι σημειώσεις και κάποια τηλέφωνα. Α! σε ζήτησε επανειλημμένα και ο Καρέλλης, είπε να τον πάρεις μόλις επιστρέψεις. Αλήθεια τι σε θέλει; Την ρώτησε αφηρημένα. Ξανασκύβοντας στα χαρτιά του χωρίς να περιμένει απάντηση. Ήταν λιγομίλητος άνθρωπος. Ήθελε να φαίνεται αυστηρός μα κατά βάθος ήταν ψυχούλα.
            Η Βέρα πάγωσε. Δεν ήθελε να μάθει κανείς για το μοιραίο ραντεβού της μαζί του. Βγήκε από το γραφείο, πήρε τις σημειώσεις από το δικό της και πήγε κατευθείαν στο σπίτι της. Δεν ήθελε να πάρει τον Καρέλλη τηλέφωνο. Ο θυμός δεν της είχε περάσει ακόμη, όμως η περιέργειά της ήταν μεγάλη για το τι είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα.
Σήκωσε το τηλέφωνο και χτυπώντας τα πλήκτρα σχημάτισε τον αριθμό του Νίκου Καρέλλη.
-Ο κύριος Καρέλλης; Βέρα Νικολακάκη, δημοσιογράφος, είπε.
-Βέρα !!! Πόσο χαίρομαι! Ακούστηκε από την άλλη άκρη του τηλεφώνου.
           Η Βέρα ξαφνιάστηκε από τον αυθόρμητο ενθουσιασμό της φωνής του.
           - Έμαθα ότι με ζητήσατε, του είπε.
           - Ναι, ναι!!!. Αρκετές φορές μάλιστα. Για να σου ζητήσω συγνώμη για την απρεπή συμπεριφορά μου. Όμως…. Καλύτερα να τα πούμε από κοντά. Θα σε περιμένω το βράδυ.
           - Δεν θα μπορέσω δυστυχώς! Απάντησε η Βέρα αποφασισμένη να μην ξαναβρεθεί μαζί του.
           - Δεν δέχομαι την άρνησή σου, έστω κι αν την θεωρώ δικαιολογημένη. Το βράδυ σε περιμένω οπωσδήποτε κατά τις οκτώ.
            Ένα κλικ και το τηλέφωνο έκλεισε, αφήνοντας τη Βέρα αποσβολωμένη από την έκπληξη.
-Δεν το πιστεύω! Τι θράσος! Ε! όχι κύριε κακομαθημένε, είπε χτυπώντας το ακουστικό πάνω στη συσκευή.

Οκτώ και δύο λεπτά ξανακτυπούσε το κουδούνι της βίλας Καρέλλη. Προς μεγάλη της έκπληξη ο Νίκος την περίμενε στο σαλόνι καθισμένος στη γνωστή πολυθρόνα.
           Η Βέρα τον καλησπέρισε με ένα χαμόγελο ελαφρώς ειρωνικό. Εκείνος την αφόπλισε με την δική του εγκάρδια καλησπέρα παίρνοντας τα χέρια της μέσα στα δικά του και σφίγγοντας τα με δύναμη την τράβηξε κοντά του δίνοντας της ένα φιλί στο στόμα.
           - Κάθισε γλυκιά μου, Της είπε μόλις την άφησε.
          Η Βέρα μάζεψε όλες της τις δυνάμεις, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της. Έβγαλε το παλτό της και κάθισε στον καναπέ . Άρχισαν να συζητούν.  Την ρώτησε πως πέρασε στην Κρήτη, τις διηγήθηκε δική του παλιά επίσκεψη στο νησί, για τους ατελείωτους θαυμαστές και θαυμάστριές που δεν τον άφηναν να περπατήσει ελεύθερα στα όμορφα σοκάκια της πόλης, της έκανε χίλια δυο κομπλιμέντα, όμως δεν έκανε καν τον κόπο να της ζητήσει συγνώμη για το στήσιμο του προηγούμενου ραντεβού τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όλα όσα είχε φτιάξει με το μυαλό της να του πει για την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του είχαν χαθεί μονομιάς.
            Όταν σηκώθηκε να φύγει είχαν περάσει ήδη τέσσερις ώρες. Ο Καρέλλης ήταν υπέροχος συνομιλητής με αρκετό χιούμορ. Βρήκαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα και η ώρα κύλησε χωρίς να το καταλάβουν.
-Εγώ γλυκιά μου δεν βγαίνω πια έξω. ‘Όταν νιώσεις ότι σου λείπω, να ξέρεις η πόρτα για σένα είναι πάντα ανοιχτεί. Έλα κοντά μου!
 
           Η Βέρα τον πλησίασε, Την τράβηξε στην αγκαλιά του και ένα παρατεταμένο ερωτικό φιλί σφράγισε  την  υπέροχη  βραδιά τους.
            Έφυγε λίγο ζαλισμένη νιώθοντας την σπίθα του έρωτα να ανάβει μέσα της .Όλη τη νύχτα ,  αυτό το καυτό φιλί , της έκαιγε  τα χείλη.

          Είχαν περάσει τρεις μήνες. Η Βέρα ζούσε σχεδόν κάθε βράδυ κοντά του, έναν έρωτα γεμάτο πάθος. Πολλές νύχτες έμενε σπίτι του. Της μιλούσε για το παρελθόν του, για την λαμπερή ζωή του σταρ που είχε ζήσει, για τις γυναίκες που είχαν περάσει από την ζωή του, που όμως καμία δεν μπόρεσε να τον συγκινήσει και να τον κερδίσει. Της έλεγε ότι ήταν η μοναδική που έκανε τα βέλη του έρωτα να βρουν το στόχο τους. Την καρδιά του. Ήταν τόσο τρυφερός μαζί της , τόσο γλυκός τόσο μοναδικός. Όμως πάντα η συζήτηση ήταν γύρω από το χτες. Όταν εκείνη έκανε να πει κάτι για το αύριο, για το μέλλον, το βλέμμα του σκοτείνιαζε, άλλαζε θέμα ή έκοβε την συζήτηση απότομα και κλεινόταν στον εαυτό του και στις σκέψεις του. Την Βέρα την τρόμαζε η συμπεριφορά του. Ήταν άλλωστε από την φύση της τόσο διακριτική που δεν τολμούσε να τον ρωτήσει γιατί; Ή έστω να του πει ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι έπρεπε να δει αυτό το καταραμένο αύριο και να το αντιμετωπίσει με θάρρος και ότι εκείνη θα ήταν πάντα δίπλα του. Κάτι ακόμα που την τρόμαζε στον Νίκο ήταν ότι έπινε, έπινε πολύ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γυρνώντας το βράδυ τον είχε βρει τύφλα.
           Ο Νίκος δεν δεχόταν κανέναν από τους παλιούς του φίλους, όσο κι αν έκαναν προσπάθεια να τον δουν. Η επικοινωνία του ήταν μόνο τηλεφωνική με όσους ήθελε να έχει. Μόνοι επισκέπτες ήταν ο γιατρός του και ο φυσιοθεραπευτής του που πολλές φορές και αυτόν αρνιόταν να τον δεχτεί. Καθημερινά ζωγράφιζε ασταμάτητα. Ήταν η μόνη του διέξοδος για να ξεχνά το πρόβλημά του, που τον τελευταίο καιρό άρχισε να του δημιουργεί έντονες εκρήξεις θυμού ακόμα και ζήλιας απέναντι στη Βέρα. Πολλά σημάδια κατάθλιψης είχαν αρχίσει να γίνονται ορατά στη συμπεριφορά του. Η Βέρα ένιωθε άσχημα, πονούσε, ήθελε να τον βοηθήσει. Ο Νίκος άρχισε να υψώνει ένα τείχος ανάμεσά τους. Πολλές φορές κλεινόταν στο δωμάτιό του και δεν δεχόταν ούτε να την δει.
           Ένα απόγευμα η Βέρα πήγε και βρήκε την Ειρήνη. Ήξερε ότι εκείνη ήταν ρεαλίστρια και η γνώμη της ίσως μπορούσε να την βοηθήσει. Της μίλησε με κάθε λεπτομέρεια για την σχέση τους και για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε.
-Τι να σου πω φιλενάδα, εγώ αν ήμουνα στη θέση σου θα έφευγα. Δεν μπορείς να σπαταλήσεις τη ζωή σου κάνοντας τα καπρίτσια του Καρέλλη, κλεισμένη σαν την Ραπουνζέλ στον πύργο του. Κορίτσι μου ο Καρέλλης ΗΤΑΝ… δεν ΕΙΝΑΙ και από ότι ξέρω δεν θα ΕΙΝΑΙ. Φύγε όσο είναι καιρός.
           Η Βέρα την κοίταζε χωρίς να μιλά. Ήξερε πως η φίλη της είχε δίκιο όμως η καρδιά της ήταν δοσμένη σ΄ αυτόν.
           - Θέλω να τον βοηθήσω να ξαναβρεί την χαμένη του αυτοπεποίθηση, ν’ αρχίσει πάλι να ζει . Δεν ΗΤΑΝ… Ειρήνη, ΕΙΝΑΙ… είναι όχι πια ο σταρ, αλλά ένας εξαίρετος ζωγράφος, γεμάτος ταλέντο, ευαισθησίες και όνειρα που μετά το ατύχημα τα έθαψε μέσα του. Όχι! Δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω… άλλωστε τον αγαπώ τόσο πολύ…
            Η Βέρα έφυγε γεμάτη δύναμη από τα ίδια της τα λόγια .
 Για μισό χρόνο περίπου ζούσε μια σχέση γεμάτη ένταση. Παραπατώντας μεταξύ ευτυχίας και απελπισίας, όμως δεν το έβαζε κάτω.
Όλους αυτούς τους μήνες ο τύπος και τα Μ.Μ.Ε. δεν είχαν πάψει να γράφουν για το Νίκο διάφορα σενάρια  για την υγεία του και για το δεσμό του με την Βέρα . Δεν ήταν λίγες οι φορές που την περίμεναν έξω από την πόρτα . Λόγω συναδελφικής αλληλεγγύης , είχε καταφέρει να μην μεγαλοποιήσουν την σχέση τους και ακόμη είχε κατορθώσει να τους πείσει ότι πολύ γρήγορα θα  ήταν πάλι πίσω στη δουλειά του .
Ένα βράδυ γυρνώντας βρήκε την οικιακή βοηθό αναστατωμένη.
-Τι συμβαίνει Μαργαρίτα ; ρώτησε.
-Κυρία Βέρα….τον κύριο Νίκο τον πήγαν στο νοσοκομείο…έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του… προσπάθησα να σας πάρω τηλέφωνο μα δεν απαντούσατε.
           Η Βέρα τρελάθηκε.
            - Πού; Πώς; Είναι σοβαρά;
           - Δεν ξέρω! Τι να σας πω! Ο γιατρός μου είπε να τον πάρετε τηλέφωνο.   
            Γεμάτη αγωνία και ταραχή επικοινώνησε με τον γιατρό. Την καθησύχασε, δεν ήταν κάτι σοβαρό της είπε. Ποιο σοβαρή ήταν η ψυχολογική του κατάσταση παρά το τραύμα. Είχε πιει και προσπάθησε να σηκωθεί.
           Η Βέρα ανέβηκε στο δωμάτιο του. Επάνω στο κρεβάτι βρήκε μια εφημερίδα. Ένα δημοσίευμα κάποιου συναδέλφου της έγραφε. « Ο Καρέλλης ξόφλησε» Το σπασμένο ποτήρι στο πάτωμα ήταν αρκετό για να καταλάβει η Βέρα πόσο έξαλλος είχε γίνει ο Νίκος διαβάζοντάς το.
           Σε δυο ημέρες επέστρεψε στο σπίτι. Η αγωγή ήταν ψυχοφάρμακα που τον έκαναν κουρέλι. Η Βέρα εναντιώθηκε στο γιατρό. Όχι! Κάποιος άλλος τρόπος έπρεπε να βρεθεί να ξαναγίνει πάλι ο Νίκος που γνώρισε.
            Καθώς οι μέρες περνούσαν η Βέρα άρχισε να αισθάνεται κάποιες αδιαθεσίες, τάσεις εμετού. «Άγχος και στρες» .σκέφτηκε. Μια επίσκεψη στο γιατρό της όμως της έλυσε την απορία.
-Βέρα μου, περιμένεις παιδί!
           Στο άκουσμα της λέξης «παιδί» δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί, απλά ξέσπασε σε κλάμα.
-Έλα σε καταλαβαίνω , όμως σκέψου θετικά της είπε και πλησιάζοντας την, την αγκάλιασε από τους ώμους. Ίσως το γεγονός αυτό να είναι η λύση στο πρόβλημα του Νίκου.
-Δεν ξέρω αν έχω τόση δύναμη να κρατήσω αυτό το παιδί . είπε κλαίγοντας. Όμως, να είσαι σίγουρος ότι θα σκεφτώ πολύ πριν πάρω οποιαδήποτε απόφαση. Στο υπόσχομαι!
           Φεύγοντας αισθανόταν ένα ράκος. Δεν είχε κουράγιο να πάει στο Νίκο, μα ούτε και στο δικό της σπίτι. Πόσο λαχταρούσε να είχε κοντά της τη μητέρα της, να πέσει μέσα στη ζεστή αγκαλιά της και να κλάψει. Αποφάσισε να πάει στην Ειρήνη. Το καταφύγιο της . Ήταν καλή φίλη και πάνω απ’ όλα γεμάτη σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
  
-Τι συμβαίνει; Μάσκα ομορφιάς κάναμε; Της είπε μόλις ανοίγοντας την πόρτα την είδε χλωμή με μάτια πρησμένα.
-Περιμένω  παιδί  είπε, και πέταξε την τσάντα της στην πολυθρόνα πριν σωριαστή και εκείνη στον καναπέ.
          Το στόμα της Ειρήνης άνοιξε διάπλατο και για μερικά δευτερόλεπτα την κοίταζε αποσβολωμένη.
-Νάτα  και τα καλύτερα , είπε μόλις συνήλθε από την έκπληξη. Δεν είναι δυνατόν; Πώς; Πότε;  Το ξέρει ο Νίκος;
-Όχι και δεν θα του το πω πριν αποφασίσω τι θα κάνω. Άλλωστε δεν είναι και στα καλύτερά του.
-Άκου φιλενάδα, η κατάσταση είναι ψιλοφρίκη, αλλά χρειάζεται ψυχραιμία. Κουλάρισε! Εγώ πιστεύω ότι με πρώτη ευκαιρία  πρέπει να το πεις στο Νίκο και μαζί να αποφασίσετε. Δεν είναι κακή ιδέα ένα χαριτωμένο μωρούλι… είπε.
          Η Βέρα την άφησε να μιλάει χωρίς να προσέχει τι της έλεγε. Χάθηκε μέσα στις δικές της σκέψεις. Είχε κάνει κάποια σχέδια να βοηθήσει το Νίκο και τώρα όλα ανατρέπονταν.

           Πέρασε μια βδομάδα γεμάτη ένταση. Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι αναγούλες την βασάνιζαν και η δουλειά στην εφημερίδα έτρεχε. Αποφάσισε να μιλήσει στο διευθυντή της και να ζητήσει τη βοήθειά του. Είχε οργανώσει ένα σχέδιο στο μυαλό της εδώ και καιρό. Μια ατομική έκθεση ζωγραφικής, με τα έργα του Νίκου. Πίστευε ότι έτσι θα του άνοιγε πάλι το δρόμο για την δόξα και την δημοσιότητα που έβλεπε πόσο πολύ του έλειπε. Ο Νίκος ήταν γεννημένος σταρ .Ζήτησε λοιπόν από τον διευθυντή της μέσω των γνωριμιών που είχε να την βοηθήσει να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της .
-Ότι  θέλει το κορίτσι μας . Θα σου κλείσω κάποια ραντεβού και είμαι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά. Έχω αρκετούς γκαλερίστες , γερά ονόματα που δεν θα μου αρνηθούν.
           Όταν πήρε και τον κατάλογο με τα ονόματα αυτό που της έμενε ήταν να αντιμετωπίσει την αντίδραση του Νίκου, γι αυτήν της την πρωτοβουλία και να αποφασίσει αν θα έπρεπε να του μιλήσει πρώτα για αυτό το θέμα  ή για το παιδί. Το άφησε τελικά στην τύχη. Όπως θα το έφερνε η εξέλιξη της συζήτησης.

           Ο Νίκος είχε συνέλθει τελείως. Ήταν τρυφερός μαζί της και ποτό δεν είχε βάλει στο στόμα του . Η διάθεση του ήταν καλή και για πρώτη φορά είχε ζητήσει να πάρουν πρωινό στην βεράντα. Αυτό για την Βέρα ήταν ένα   ενθαρρυντικό σημάδι. Ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του και ανάβοντας τσιγάρο της είπε
          - Αγάπη μου, ξέρω ότι σε στεναχωρεί ο τρόπος μου πολλές φορές, όμως πίστεψέ με δεν το θέλω. Σ’ αγαπώ και η επιθυμία μου είναι, να είσαι ευτυχισμένη. Συγχώρεσέ με!
            Η Βέρα ένιωσε ότι ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να του μιλήσει.
            - Νίκο θέλω να μ’ ακούσεις με προσοχή ό,τι θα σου πω το έχω σκεφτεί πολύ καλά . Το να μένεις κλεισμένος μέσα σ’ αυτό το σπίτι, να αρνιέσαι τους φίλους σου, τους δικούς σου ανθρώπους που σ΄ αγαπάνε, δεν είναι λύση. Άλλωστε μέχρι πότε. Πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα, την ίδια τη ζωή. Αν πραγματικά θέλεις να είμαι ευτυχισμένη πρέπει να μ’ ακούσεις.  Έχω συναντηθεί και έχω μιλήσει με κάποιους γκαλερίστες που είναι πρόθυμοι να σου κάνουν μια ατομική έκθεση. Θέλουν να δουν τα έργα σου. Ξέρουν ότι το όνομά σου πουλάει…
           Το βλέμμα του Νίκου σκοτείνιασε.
-Βέρα σταμάτα. Αυτό δεν γίνεται. Δεν θέλω τον οίκτο κανενός…
           Η φωνή του ήταν γεμάτη οργή.
           - Άλλωστε ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα. Πως πήρες πρωτοβουλίες χωρίς να με ρωτήσεις;; ήταν λάθος σου… πολύ μεγάλο λάθος σου και… τα λάθη πληρώνονται.
           Η Βέρα, πιάνοντας το υπονοούμενο, σηκώθηκε χτυπώντας το χέρι της στο τραπέζι.
           - Πολύ καλά λοιπόν, μείνε εσύ και ο υπέρμετρος εγωισμός σου, κλεισμένοι μέσα στους τοίχους της πολυτελούς φυλακής σου και ζήσε με τις αναμνήσεις σου. Εγώ θα φύγω, παίρνοντας μαζί μου τον καρπό της σχέσης μας … γιατί αν θες να ξέρεις κουβαλάω στα σπλάχνα μου το παιδί σου, το παιδί μας.
          Λέγοντας τα τελευταία αυτά λόγια, γέμισαν τα μάτια της δάκρυα.
-Βέρα , τι είπες; Ο Νίκος έμεινε να την κοιτάζει έκπληκτος.
-Αυτό που άκουσες, του απάντησε με χαμηλή φωνή.
            Άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε κοντά του. Η Βέρα, γονάτισε και ακούμπησε το κεφάλι της στα πόδια του. Με τα δύο του χέρια, της έπιασε το πρόσωπο και την κοίταξε γεμάτος αγάπη μέσα στα μάτια.
-Δεν μου λες ψέματα, δεν ονειρεύομαι, ένα παιδί δικό μας….
            Της γέμισε το πρόσωπο φιλιά.
-Κορίτσι μου πόσο σ’ αγαπώ!!!
            Η Βέρα, ούτε που είχε φανταστεί αυτή την αντίδραση του. Ένας κόμπος, είχε σταθεί στο λαιμό της και δεν μπορούσε να πει λέξη.
            - Ναι ! Ναι! Είπε αποφασιστικά ο Νίκος κάνε όπως νομίζεις. Από σήμερα η ζωή μου θα έχει και πάλι νόημα.. Οργάνωσε όσες εκθέσεις θέλεις. Μίλησε με όσους θέλεις. έχεις την άδεια μου, εν λευκώ! Την έσφιξε στην αγκαλιά του και την κράτησε έτσι για πολλή ώρα.

           Η έκθεση ζωγραφικής του Νίκου Καρέλλη ήταν το πρώτο θέμα στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Εφημερίδες και περιοδικά, αφιέρωναν πρωτοσέλιδα για την επιστροφή του. Η επιτυχία τεράστια, οι κριτικές θαυμάσιες
           Την ημέρα των εγκαινίων, όταν έκανε την εμφάνισή του, οι δημοσιογράφοι τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και τον περικύκλωσαν βομβαρδίζοντας τον με δεκάδες ερωτήσεις.
          Εκείνος καθισμένος στην αναπηρική του καρέκλα έδειχνε να μην ενοχλείται καθόλου από τα περίεργα βλέμματα τους και την συμπόνια που ήταν ζωγραφισμένη σ’ αυτά. Στο δικό του πρόσωπο ήταν χαραγμένη η χαρά και η ευτυχία,   τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον φύλακα άγγελο του, την Βέρα
-Φίλοι μου καλώς ήρθα στον κόσμο των ζωντανών. Θέλω να ξέρετε ότι, αυτό το χρωστάω στη συνάδελφό σας τη Βέρα, σ’ αυτό το κορίτσι με την τόση δύναμη ψυχής που κρύβει σ’ αυτό το υπέροχο σώμα. Στη γυναίκα μου, γιατί αν δεν το ξέρετε ήδη, σε δυο μήνες παντρευόμαστε, και σε λίγο καιρό θα έχουμε και γεννητούρια……
Ο Νίκος, συνέχιζε να μιλάει και να απαντάει σε όλες τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων.  Η Ειρήνη, λίγο πιο πέρα, έψαξε με το βλέμμα της να βρει την Βέρα, της έκλεισε το μάτι, κάνοντας της με τα δάχτυλά της το σήμα της νίκης.
          Η Βέρα  στεκόταν στο πλευρό του και χαμογελούσε ευτυχισμένη. Είχε πετύχει το στόχο της,  βλέποντας μέσα στα μάτια του Νίκου, την λάμψη της επιτυχίας.
          Το άστρο του να ανατέλλει ξανά. 


                                                   ΤΕΛΟΣ 
by Dora Manatakis
   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πειραιάς δεκαετία 50-60 (αναμνήσεις)

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.             Σήμερα ξέθαψα την φτώχεια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60. Πασαλιμάνι, βόλτα στην παραλία!!!             Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.             Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες  σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά  με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού»              Ο δρόμος μου, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ….. Η Όλγα άνοιξε το κινητό της πάτησε το πλήκτρο ΜΗΝΥΜΑΤΑ και άρχισε να σχηματίζει τις λέξεις  « 0 ΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…. » αποφασιστικά έκλεισε πάλι το καπάκι. - Όχι ! είπε, δεν μπορώ, σαν να μιλούσε σε κάποιον.  Και πραγματικά μιλούσε. Η μάλλον παραμιλούσε δέκα ημέρες τώρα με τον εαυτό της, με την συνείδησή της, με το παρελθόν της… To όνειρο…, αχ! αυτό το όνειρο είχε αναστατώσει την ζωή της, είχε ταράξει την ψυχική της ισορροπία. Πόσα χρόνια αλήθεια πίσω, την είχε γυρίσει …Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Τριάντα πέντε χρόνια.!   Ήταν μαθήτρια εκείνη την εποχή στην Τρίτη γυμνασίου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και η Όλγα είχε συνηθίσει στις συνεχείς μετακινήσεις από μικρό παιδί. Στο δημοτικό σχολείο, τις πρώτες τρεις τάξεις ήταν στην Λάρισα. Όταν ήρθε η μετάθεση του  αναγκάστηκε να αφήσει την γειτονιά της, το σπίτι της, τις συνήθειές της, κάθε τι που είχε αγαπήσει, να αποχωριστεί τις φίλες της. Έκλαψε, πληγώθηκε, υποσχέθηκαν να αλληλογρα

Η ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

                                                 ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ     Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.    Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της  την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκεί